Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ…Του ΜΙΧ. Γ. ΤΡΙΤΟΥ,Κοσμήτορα Α.Π.Θ.

Μέσα σε ένα κλίμα δικαιολογημένου πανηγυρισμού η Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική Παιδεία τιμούν αύριο «Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος», τους οποίους από την αρχή η Ορθόδοξος Ανατολή θεώρησε ως «θεοφθόγγους κήρυκας, την κορυφήν των διδασκάλων».
Οι Μεγάλοι αυτοί Ιεράρχες, που συνδύασαν αρμονικά τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό, τη θρησκευτική πίστη με την επιστημονική γνώση, την παράδοση με την ανανέωση, την κοινωνική δραστηριότητα με τη δημιουργική μοναξιά, τον «θείο γνόφο» του δόγματος με τη διαύγεια του ήθους, δεν ήταν δυνατόν να μην ασχοληθούν με το «όντως φοβερότατον το του θανάτου μυστήριον», που αποτελεί την τραγικότερη πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας, την οδυνηρότερη εμπειρία της ζωής, το πιο σταθερό της δεδομένο και την πιο συγκλονιστική οριακή της κατάσταση.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Για τον Ιερό Χρυσόστομο ο θάνατος είναι «της του Θεού σοφίας μέγιστον μυστήριον». Είναι «το πάντων χρέος και τέλος», καθόσον «ου φρίττει Βασιλέα, ουκ Αρχιερέα τιμά, ου κάλλος ελεεί, ου νεότητος φείδεται, ου χρήμασιν εξαγοράζεται, ου λαμβάνει τινός πρόσωπον ουδέ πάλιν αντιπρόσωπον, αλλά πάσιν ίσος επέρχεται ο θάνατος». Πρόκειται για το κατεξοχήν υπαρξιακό γεγονός, που οριοθετεί το υπάρχειν και κάνει τον άνθρωπο κατά τον Heidegger να είναι «ον προς θάνατον».
Ανέκαθεν ο άνθρωπος, που συμφύρεται με τη μεταβλητότητα, τη φθορά και την εξαφάνιση, είδε τον θάνατο ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ζωής και έθεσε μαζί με τον υμνωδό το συγκλονιστικό ερώτημα: «Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;».
Αυτό το μεγάλο πρόβλημα απασχολεί τον άνθρωπο από την πρώτη στιγμή, που αποκτά συνείδηση της υπάρξεώς του και τον συνοδεύει ως σκέψη μέχρι την τελευταία ώρα της παραμονής του στη ζωή.
Να τον αποφύγει είναι αδύνατο. Να μειώσει τη σημασία του παράλογο. Να παρακάμψει την παρουσία του, απραγματοποίητο. Παραμένει πάντα απέναντί μας. Μορφή πελώρια και αδυσώπητη.
Για τους Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι εκφράζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ο θάνατος χωρίζεται σε πνευματικό, σωματικό και αιώνιο. Με τον πνευματικό θάνατο, νοείται ο χωρισμός του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής ενότητας από το Θεό. Με τον σωματικό δηλώνεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, το οποίο ως ζων οργανισμός παύει να υφίσταται βιολογικά. Τέλος διά του αιωνίου θανάτου διδάσκεται η ατελεύτητη μακράν του Θεού και της ενδόξου βασιλείας του ύπαρξη.
Οι τιμώμενοι αύριο Πατέρες για τον πνευματικό θάνατο διδάσκουν ότι είναι κατάσταση χωρισμού του ανθρώπου από τον Θεό και συνεχής παραμονή στα σκοτεινά συνειδησιακά κέντρα της αμαρτίας. Κατά τον Μέγα Βασίλειο «τούτο έστιν το κακόν, η του Θεού αλλοτρίωσις». Ο σωματικός ή φυσικός θάνατος, όπως ελέχθη, είναι ο τερματισμός των βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Οι Τρεις Ιεράρχες τον ονομάζουν χωρισμό της ψυχής από του σώματος.
Τέλος ο αιώνιος θάνατος αποτελεί συνέχεια του πνευματικού επί της γης θανάτου, με τη διαφορά ότι εκτός του ότι είναι ατελεύτητος, ο άνθρωπος παγιούμενος στο κακό, δεν έχει καμιά δυνατότητα επιστροφής.
Με τον θάνατο τερματίζεται η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, αφού αποκλείεται κάθε περαιτέρω εξέλιξη αυτής με δεδομένη την έναρξη της ανταποδόσεως.
Η αιτία της ελεύσεως του θανάτου στον κόσμο βρίσκεται στον άνθρωπο και ειδικότερα στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του. Όπως τονίζει ο ουρανοβάμων Παύλος «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και διά της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν». Επομένως, ο άνθρωπος με την αυτονόμησή του από το πρότυπον του οποίου εικόνα πλάστηκε να είναι, έχασε την αρχική φύση του και οντολογικά έγινε διάφορη εκείνης. Δηλ. Ελλιπής άνθρωπος, φέροντας μέσα του τη φθορά.

Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Ο άνθρωπος, το πρόβλημα του θανάτου το αντιμετώπισε και το αντιμετωπίζει με δύο τρόπους, τον μηδενιστικό ή υλιστικό και τον αναστάσιμο ή εσχατολογικό.
Ο πρώτος είναι η φυσιολογική συνέπεια της μηδενιστικής θεωρήσεως της ζωής, της ελλείψεως νοήματος για την ύπαρξη και της πεποιθήσεως ότι ο θάνατος είναι η κανονική και φυσική μοίρα του ανθρώπου. Εγκλωβισμένη η μηδενιστική αυτή θεώρηση στα στενά και ασφυκτικά χωρο-χρονικά πλαίσια του παρόντος και στερημένη του τηλεσκοπίου της πίστεως με την οποία γίνεται «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» βλέπει τον θάνατο ως μια κατάσταση φυσική, ως μια ματαίωση του σκοπού της ανθρώπινης ζωής και ως μια τραγική παρέκκλιση από τον αληθινό της προορισμό. Στο όνομα της ενθαδικότητας απορρίπτει κάθε πιθανότητα αιωνιότητας και με αυτόν τον τρόπο περιορίζει de facto τον άνθρωπο σε τυχαία, παροδική και εφήμερη ύπαρξη. Και επειδή δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την αδυσώπητη πραγματικότητα ζει ανεξάρτητα από αυτή. Έχει ως σύνθημα το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», στη δε πλάκα του τάφου του γράφει: «Δεν πιστεύω τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λεύτερος».
Η προσπάθεια επιστρατεύσεως της επιστήμης για την άρνηση της μεταφυσικής πραγματικότητας δεν έχει κανένα επιστημονικό έρεισμα, γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύει την επιστήμη σε χώρους όπου βρίσκονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα και να χρησιμοποιεί το όνομα και το κύρος της για τη στήριξη της πολεμικής εναντίον του υπερφυσικού στοιχείου. Όταν συμβαίνει αυτό σημαίνει υπέρβαση αρμδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερο γένος. Ο δεύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως του θανάτου είναι αυτός που μας υποδεικνύουν οι τιμώμενοι αύριο άγιοι, η υπέρβαση και απομυθοποίησή του υπό το φως της Αναστάσεως του Χριστού.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η πληρότητα της αναστάσιμης χαράς για την κατάργηση του θανάτου είναι ζωντανή στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτή επιτυγχάνει την ηθική μεταβολή των Αποστόλων, οι οποίοι γίνονται κήρυκες της Αναστάσεως. Αυτή κάνει τους μάρτυρες να απομυθοποιούν τον θάνατο και να επιθυμούν «το αναλούσαι και συν Χριστώ είναι».
Πρόκειται για μια δυναμική εμπειρία που δεν περιορίζεται στην αυτοσυνειδησία της χρονικής περατότητας της υπάρξεως, αλλά είναι ένας τρόπος ζωής και αναφέρεται στη νήψη και την εγρήγορση της ελευθερίας και της ευθύνης προς πραγματοποίηση του αυθεντικού προορισμού του ανθρώπου. Οι μάρτυρες βιώνουν την εσχατολογία μέσα στην ιστορία. Ελευθερώνονται από το θάνατο και μετέχουν στη νίκη της Αναστάσεως. Το μαρτύριό τους είναι κατά τον Ιερό Χρυσόστομο «συμμόρφωσις τω θανάτω του Χριστού». Η αφοβία των μαρτύρων μπροστά στο θάνατο είναι αποτέλεσμα της θερμής πίστεως στην Ανάσταση του Χριστού.

Η ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Για τους Τρεις Ιεράρχες βαρύνουσα σημασία για την πνευματική ζωή των ανθρώπων έχει η μνήμη του θανάτου. Αποτελεί το ασφαλέστερο κριτήριο με το οποίο μπορούν να ελεγχθούν τα εγκόσμια πράγματα. Ο χριστιανός οφείλει να έχει διαρκώς μπροστά του την έξοδό του από τον παρόντα κόσμο. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συχνά επαναλαμβάνει το λόγο του Πλάτωνα ότι η παρούσα ζωή πρέπει να είναι «μελέτη θανάτου». Τον φίλο του Φιλάγριο τον συμβουλεύει να ζει «αντί του παρόντος τω μέλλοντι, θανάτου μελέτην τον τήδε βίον ποιούμενον».
Η μνήμη θανάτου κατά τους Τρεις Ιεράρχες δεν αποτελεί αρνητική, αλλά θετική ενέργεια, που οδηγεί τον άνθρωπο σε εγρήγορση και σωφρονισμό. Έχει μεγάλη αφυπνιστική δύναμη και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια γνήσια πνευματική ζωή. Δείχνει το μάταιο των περισσοτέρων εγκοσμίων επιδιώξεων του ανθρώπου. Βοηθάει αποφασιστικά στον αγώνα κατά του πειρασμού και της αμαρτίας. Αξιολογεί τα πράγματα του παρόντος και τα αξιοποιεί ιεραρχικά με κριτήρια αιωνιότητας. «Όποιος ζει με πασχαλινή πνοή», γράφει σε πασχαλινό μήνυμά του ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και Πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, «δονείται από πίστη στη ζωή, από τη βεβαιότητα ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από τον θάνατο, ότι το τέρμα της υπάρξεως του ανθρώπου δεν είναι το σβήσιμο, αλλά η ανάσταση, και ότι η ανθρώπινη ζωή κλείνει μέσα της αιωνιότητα και απεραντοσύνη». 

proinoslogos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου