Η δημοσιοποίηση από το ΥΠΔΒΜΘ Δελτίου Τύπου (στις 14.1.2011), με τίτλο «Παιδαγωγική η λογική για τις συγχωνεύσεις Σχολείων», δεν μπορεί παρά να δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα, σχετικά με το είδος και την έκταση των συγχωνεύσεων που δρομολογούνται.
Κι αυτό γιατί, ενώ εδώ και τρεις, τουλάχιστον, μήνες γίνεται αναφορά, σε μια σειρά από δημοσιεύματα, στην πραγματοποίηση μυστικών συσκέψεων στο υπουργείο και στις Περιφερειακές Δ/νσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλης της χώρας, με σκοπό την κατάστρωση ενός σχεδίου καταργήσεων και συγχωνεύσεων σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν έχει υπάρξει καμία επίσημη αντίδραση, διάψευση ή απάντηση από την πλευρά του υπουργείου σχετικά με το θέμα. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους αιρετούς μας εκπροσώπους στα υπηρεσιακά συμβούλια (διάφορων ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ) δηλώνουν μη ενημερωμένοι για το τι μπορεί να σχεδιάζεται. Η ίδια άγνοια δηλώνεται και από μέλη Δημοτικών Επιτροπών Παιδείας από διάφορες περιοχές της χώρας!
Τα στοιχεία αυτά μάς οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα πως το υπουργείο προετοιμάζει συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας, των εκλεγμένων υπηρεσιακών και συνδικαλιστικών της εκπροσώπων καθώς και των άμεσων αποδεκτών της εκπαιδευτικής διαδικασίας, των μαθητών και των γονιών.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, άλλωστε, πως ενώ έχουν περάσει αρκετές μέρες από τη δημοσιοποίηση του εν λόγω Δελτίου Τύπου, και ενώ έχει μεσολαβήσει και η περίφημη «διαβούλευση των τριών και κάτι ημερών», η πολιτική ηγεσία του υπουργείου συνεχίζει ν’ αυτοαναιρείται, κάνοντας λόγο «για μια συνηθισμένη διαδικασία καταργήσεων και ιδρύσεων σχολείων που συμβαίνει κάθε χρόνο, με βάση όσα προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία»!
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούν και οι συγκαλυμμένες και γενικόλογες διατυπώσεις που υπάρχουν στο προαναφερθέν Δελτίο Τύπου, οι οποίες αφορούν στα κριτήρια, με βάση τα οποία σκοπεύει το υπουργείο να κάνει τις συγχωνεύσεις των σχολείων. Συγκεκριμένα, ο στόχος για«ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης», για«εξορθολογισμό στη διασπορά των σχολικών μονάδων» ή ακόμη ο στόχος για την επίτευξη«ικανού αριθμού μαθητών ανά τάξη» δε λένε απολύτως τίποτε, σε σχέση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θα έχει ο «νέος οργανωτικός σχεδιασμός» της εκπαίδευσης που επιδιώκει το υπουργείο και, κυρίως, σε σχέση με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θέτει το υπουργείο για το σχεδιασμό αυτό.
Για παράδειγμα, ένα ερώτημα που ανακύπτει εύλογα από το Δελτίο Τύπου του υπουργείου είναι εάν ο «ικανός αριθμός μαθητών ανά τάξη» ή τμήμα, που αναφέρεται, είναι αυτός ο οποίος προβλέπεται από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο ή άλλος. Είναι δηλαδή οι 25 μαθητές (+10%, κατά περίπτωση) για το Δημοτικό σχολείο και οι 30 μαθητές για το Γυμνάσιο και το Λύκειο; Το υπουργείο σκοπεύει στο εξής να μονιμοποιήσει τις αναλογίες αυτές ή, ακόμη χειρότερα, όπου αυτές δεν τού προκύπτουν, προτίθεται μήπως να «φτιάξει» τάξεις και τμήματα στη βάση αυτών των αναλογιών;
Υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα (θεωρητικά ή εμπειρικά) τα οποία να δείχνουν πως, αν π.χ. το μέγεθος των σχολικών τάξεων κυμαίνεται από τους 20 μαθητές και κάτω, μειονεκτεί σε κάτι η μαθησιακή και εκπαιδευτική διαδικασία; Γιατί, αν υπάρχουν τέτοια δεδομένα, καλό θα ήταν να τα γνωστοποιήσει η σχετική «επιστημονική-γνωμοδοτική» ομάδα του υπουργείου στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο και η ομάδα των «ειδικών» του ας μας γνωστοποιήσουν αν ο σχεδιασμός της πολιτικής τους για τις συγχωνεύσεις σχολείων βασίζεται σε μια «νέου τύπου» οικονομο-μετρική παιδαγωγική και ποιες συγκεκριμένες παράμετροι ορίζουν αυτήν την παιδαγωγική. Γιατί, αν μη τι άλλο, η προβλεπόμενη (από το Ν. 1566/1985) αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό στη βάση του 25/1 (για το δημοτικό) και 30/1 (για το Γυμνάσιο-Λύκειο) είναι, ακόμη και με όρους μιας «γραμμικής εξέλιξης» των εκπαιδευτικών και κοινωνικών μας πραγμάτων, τουλάχιστον, αναχρονιστική. Δεν μπορεί σε μια εποχή, κατά την οποία παρατηρείται μείωση του μαθητικού πληθυσμού, και την ίδια στιγμή ανακύπτουν αυξημένες μαθησιακές και παιδαγωγικές απαιτήσεις, ν’ αυξάνεται αντί να μειώνεται το μέγεθος των σχολικών τάξεων και τμημάτων!
Για την ιστορία μόνο αναφέρουμε πως το μικρό μέγεθος σχολικών τάξεων συναρτάται άμεσα με καλύτερα σχολικά αποτελέσματα των μαθητών. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνουν παλιότερα εμπειρικά δεδομένα από τον αγγλοσαξονικό χώρο.
Μια, λοιπόν, και οι «επιστημονικοί» σύμβουλοι του υπουργείου έχουν μια εμφανή στοχοπροσήλωση στην αντιγραφή της «πεπατημένης» νεοφιλελεύθερης «συνταγής» από τον αγγλοσαξονικό χώρο, όσον αφορά διάφορες πλευρές της εκπαιδευτικής πολιτικής που εισηγούνται (διοικητική αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης, αυτοαξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών), μήπως θα ήταν σκόπιμο να «λοξοκοιτάξουν» και λίγο προς την «άλλη πλευρά» της «επιστημονικής βεντάλιας»; Οι αναφορές λ.χ. των γνωστών καθηγητών Μ. Apple (από την Αμερική) και G. Whitty (από την Αγγλία) σε σχετικά ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν την αρνητική ή θετική (παιδαγωγική-μαθησιακή και κοινωνική) επίδραση που μπορεί, ανάλογα, να έχει στη λειτουργία των σχολείων και στο μαθησιακό αποτέλεσμα των μαθητών η εφαρμογή της α΄ ή της β΄ πολιτικής, σε σχέση με το μέγεθος των σχολικών τάξεων.
Για παράδειγμα, είναι κάτι περισσότερο από προφανές πως η όλο και μεγαλύτερη διαφοροποίηση που παρουσιάζει ο μαθητικός πληθυσμός σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης (ως απόρροια της όλο και εντεινόμενης οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων), δημιουργεί καθημερινά τεράστια προβλήματα και αδιέξοδα στη διεκπεραίωση τόσο του παιδαγωγικού όσο και του καθαρά μαθησιακού και γνωστικού μέρους της δουλειάς μας. Στο αντικειμενικό αυτό γεγονός αν συνυπολογίσει κανείς την αύξηση των πληθωρικών τμημάτων (με 25, 27 και 30 μαθητές) και την ανάγκη καθημερινής διδακτικής διαχείρισης ενός διδακτικού υλικού, σε μεγάλο βαθμό παιδαγωγικά ακατάλληλου και πραγματολογικά-γνωστικά άστοχου ή και άχρηστου, μπορεί εύκολα ν’ αναχθεί στην «εικόνα» των σχολικών αποτελεσμάτων που μπορούμε ν’ αναμένουμε στο άμεσο κιόλας χρονικό διάστημα, εάν το υπουργείο επιμείνει στην γνώριμη τακτική του, να «φτιάχνει» δηλαδή τάξεις και τμήματα με το νοούμενο (μέχρι σήμερα) «ικανό αριθμό μαθητών»!
Ενδεχομένως, η εκπαίδευση να κοστίζει ακριβά, όταν χρηματοδοτείται με το 2,75% του ΑΕΠ, δηλ. το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ! Συμφωνούμε πως μπορεί να κοστίσει ακόμη λιγότερα, αρκεί να τεθεί σε μια ακόμη «διαβούλευση» ένα ακόμη πιο «φιλόδοξο» σχέδιο κλεισίματος σχολείων. Στον καιρό, άλλωστε, του ΔΝΤ ποια αξία μπορεί να έχει ο στόχος για την επίτευξη καλύτερων μαθησιακών αποτελεσμάτων από τους μαθητές; Ποια αξία μπορεί να έχει η κριτική διαπραγμάτευση των σχολικών γνώσεων από εκπαιδευτικούς και μαθητές, ιδιαίτερα αν αυτή κοστίζει σε διδακτικές ώρες και πρόσληψη διδακτικού προσωπικού;
Το δημόσιο σχολείο θα προβάλλει όλο και λιγότερο ανταποδοτικό σε μια οικονομία, η οποία θα βυθίζεται σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση και σε ένα κράτος, το οποίο σταδιακά θα συρρικνώνεται και θα αφίσταται όλο και περισσότερο από τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, σε σχέση με τη χρηματοδότηση και στήριξη κοινωνικών θεσμών.
Επειδή, επίσης, διακινούνται διάφορες φήμες τον τελευταίο καιρό, που κάνουν λόγο για την ύπαρξη «υπεράριθμου διδακτικού προσωπικού» και στις δυο βαθμίδες της εκπαίδευσης, είναι εξαιρετικά επείγον να καλέσουν και οι δυο Ομοσπονδίες (ΔΟΕ-ΟΛΜΕ) το υπουργείο να αποσαφηνίσει άμεσα ποιας έκτασης είναι «ο εξορθολογισμός στη διασπορά των σχολικών μονάδων», τον οποίο σχεδιάζει και, πιο συγκεκριμένα, πόσο αυτός μπορεί ν’ αλλάξει το σημερινό «χάρτη» των οργανικών θέσεων στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τι προτίθεται να κάνει το υπουργείο στο ζήτημα αυτό.
Έχουμε την απόλυτη πεποίθηση ότι το «κρυφτούλι των διαρροών» πρέπει πλέον να πάρει τέλος! Όσο αυτό συνεχίζει, ανοίγει ο δρόμος για επικίνδυνες εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης, ελέω και της πλήρους παράδοσης της άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής στη χώρα μας σε συμβούλους του ΔΝΤ και στο χρεοκοπημένο «συνταγολόγιο» ομάδας δήθεν «ειδικών» του ΟΟΣΑ.
Οι διαρροές φημών περί «συγχωνεύσεων και καταργήσεων σχολείων», χωρίς να δημοσιοποιείται συγκεκριμένο πλαίσιο προτάσεων από πλευράς ΥΠΔΒΜΘ και χωρίς τη διεξαγωγή μιας ουσιαστικής συζήτησης με την εκπαιδευτική κοινότητα και τις τοπικές κοινωνίες μαθητών και γονέων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τετελεσμένα και αιφνιδιασμούς.Η τακτική που ακολουθεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι χωρίς αμφιβολία επικίνδυνη για τη δημόσια εκπαίδευση και για μας τους εκπαιδευτικούς και από κάθε άποψη αντιδημοκρατική και απαράδεκτη. Γι’ αυτό και επιβάλλεται ν’ αντιμετωπιστεί ως τέτοια!
Ομάδα εκπαιδευτικών
alfavita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου