Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Μία... πόλη μετανάστευσε στη Γερμανία

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περίπου 15.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Μία ολόκληρη πόλη, όπως η Σπάρτη, η Ορεστιάδα ή τα Σπάτα της Αττικής, μετανάστευσε στη Γερμανία το β' εξάμηνο του 2011. Περίπου 15.000 άνθρωποι προστέθηκαν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο κύμα των Ελλήνων που ακολουθούν τους σύγχρονους δρόμους της μετανάστευσης, επιδιώκοντας να ξεφύγουν από τη μέγκενη της οικονομικής κρίσης.
Οι περισσότεροι είναι νέοι άνθρωποι, απελπισμένοι από την ανεργία και την έλλειψη ζωής, επιστήμονες, με ανώτερη μόρφωση, μεταπτυχιακές σπουδές και ενίοτε εντυπωσιακά προσόντα που αναγκάζονται να εκπατριστούν, καθώς η χώρα δεν τους προσφέρει ούτε προοπτική, αλλά ούτε και τα απαραίτητα για να επιβιώσουν.
Στη Γερμανία η ζήτηση για Ελληνες γιατρούς, μηχανικούς και νοσοκόμους είναι τεράστια. Τόση ώστε μεγάλα νοσοκομεία και εταιρείες διοργανώνουν στη χώρα μας ημερίδες αναζήτησης προσωπικού αναγνωρίζοντας το επίπεδο των Ελλήνων επιστημόνων.
Οι ίδιοι άνθρωποι, που εδώ εργάζονται για 800 ευρώ τον μήνα με απλήρωτες νοσοκομειακές εφημερίες, προσλαμβάνονται εκεί με πρώτο μεικτό μισθό ειδικευόμενου που ξεπερνά τις 3.700 ευρώ.
Η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων Γερμανίας έχει δεχτεί μόνο τις τελευταίες ημέρες 370 μηνύματα από Ελληνες που επιθυμούν να μεταναστεύσουν και όπως εξηγούν οι αρμόδιοι στο «Εθνος» οι νεομετανάστες διακρίνονται σήμερα σε δύο κατηγορίες:
«Το μεγαλύτερο κομμάτι είναι νέοι, πολλές φορές πτυχιούχοι, που δεν έρχονται με ένα συμβόλαιο στην τσέπη και η δεύτερη κατηγορία άνθρωποι 40 ετών και άνω που ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες ή υπάλληλοι, έμειναν άνεργοι και δεν κατάφερναν ποτέ να βρουν δουλειά. Το χειρότερο είναι ότι έρχονται μέσα στην απελπισία τους και συχνά πέφτουν θύματα κυκλωμάτων».
Το «κόλπο»
«Εχουμε καταγγελίες για γραφεία που έχουν στηθεί στην Αθήνα, με τη συμμετοχή ξένων αλλά και Ελλήνων, οι οποίοι υπόσχονται δουλειά, κατοικία και ασφάλιση στη Γερμανία», εξηγεί ο κ. Γιώργος Ρούγας, πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Ντίσελντορφ, μιας πολύ δραστήριας κοινότητας που στηρίζει το ελληνικό στοιχείο και δίνει αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του.

«Εκμεταλλεύονται ένα παραθυράκι του γερμανικού νόμου περί 6μηνης δοκιμαστικής περιόδου στη δουλειά κι έπειτα τους πετούν στον δρόμο, χωρίς σπίτι, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα, χωρίς τίποτε - αφού όλους τους μισθούς τους κρατάει το γραφείο, χωρίς χρήματα ούτε για εισιτήριο να γυρίσουν στην Ελλάδα».
Κινητικότητα
Στις αρμοδιότητες της ομοσπονδίας και των κοινοτήτων δεν περιλαμβάνεται η επαγγελματική αποκατάσταση των νεομεταναστών. Δεν υπάρχει, άλλωστε, η δυνατότητα για κάτι τέτοιο. «Το τελευταίο τρίμηνο έχουν περάσει από τα χέρια μου 665 άνθρωποι, η κινητικότητα είναι πολύ μεγάλη», λέει ο κ. Ρούγας, επισημαίνοντας τις αυξημένες ανάγκες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν: «Τα ελληνικά σχολεία κλείνουν λόγω της απαξίωσης από το κράτος την περίοδο της οικονομικής κρίσης, γεγονός που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους ειδικά μετά τη ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής μειονότητας».

Ανεξάρτητα από τις κοινότητες οι Ελληνες βοηθιούνται μεταξύ τους. «Στη Βόρεια Ελλάδα από όπου κατάγομαι, σχεδόν κάθε σπίτι έχει κι έναν γνωστό στη Γερμανία από τη μετανάστευση του '60», εξηγεί ο κ. Πάνος Παλτσόκας, μετανάστης γιατρός στο Ντίσελντορφ, ο οποίος επισημαίνει ότι η κάθε χώρα έχει τα δικά της αρνητικά: «Το καλύτερο θα ήταν», λέει χαριτολογώντας, «να δουλεύεις στη Γερμανία και να ζεις στην Ελλάδα. Να ερχόταν ένα αυτοκίνητο να με έπαιρνε από το νοσοκομείο όταν τελείωνα και να με πήγαινε στο σπίτι μου στην Ελλάδα και την άλλη μέρα ξανά. Αλλά αυτό δεν γίνεται...».
Αντώνης Χρυσουλάκης στο Ντίσελντορφ
Εδώ μου επιτρέπεται να έχω φιλοδοξίες για το μέλλον

«Οταν επέστρεψα από τη στρατιωτική μου θητεία το 2009, η κρίση στην Ελλάδα είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται», λέει ο 27χρονος Αντώνης Χρυσουλάκης. «Εκανα υπομονή έναν χρόνο. Δεν ήταν μόνο ότι δεν έβρισκα δουλειά πάνω στο αντικείμενό μου, αλλά δεν έβρισκα καμία δουλειά.
Εργάστηκα ως βοηθός ζαχαροπλάστη, ως πωλητής, έκανα όλων των ειδών τις ''μαύρες'' εργασίες, δούλευα για μια εβδομάδα εδώ, για μια εβδομάδα αλλού, ώστε να βγάλω απλώς ένα χαρτζιλίκι μέχρι που εργάστηκα ως σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, από το οποίο περιμένω ακόμη να πληρωθώ!», λέει. Σήμερα έχει κλείσει έναν χρόνο ως μετανάστης στο Ντίσελντορφ.
«Επειδή δεν γνωρίζω τη γλώσσα, δουλεύω ως βοηθητικό προσωπικό σε εστιατόριο και πληρώνομαι με 800 ευρώ. Είναι πάνω από τον κατώτατο μισθό και σχεδόν ίδια με αυτά που έπαιρνα ως σεκιουριτάς με περισσότερες ώρες δουλειάς. Βρήκα ένα μέρος με Ελληνισμό, απευθύνθηκα στην κοινότητα η οποία με στήριξε σημαντικά και ήρθα.
Είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με την Ελλάδα. Το κυριότερο είναι ότι μου αφήνει μια προοπτική να έχω φιλοδοξίες για το μέλλον. Εχω σπουδάσει ηθοποιός. Ανέλαβα τη θεατρική ομάδα της ελληνικής κοινότητας του Ντίσελντορφ. Οταν γίνεσαι μέλος ενός συστήματος που έχει φιλοδοξία να βοηθάει τον άνθρωπο, δεν σκέφτεσαι μόνο να βοηθήσεις το τομάρι σου, αλλά και πώς θα ωφελήσεις το σύνολο. Και αυτό με κάνει να νιώθω όμορφα», συμπληρώνει.
Επιλογές
«Οι επιλογές στη Γερμανία είναι τέτοιες που μπορείς να ρυθμίσεις το κόστος ζωής ανάλογα με τις δυνατότητές σου. Ομως όποιος θέλει να γίνει μετανάστης δεν μπορεί να έχει στον νου του ότι θα τον περιμένει το γερμανικό κράτος να του δώσει τα κλειδιά του σπιτιού του και 1.500 ευρώ για τρεις ώρες δουλειάς. Αν έχει στο μυαλό του ότι θα βρει αυτά που είχε προ κρίσης, κάνει λάθος. Χρειάζεται προσπάθεια...».

Πάνος Παλτσόκας - νευροχειρουργός
Η Ελλάδα πετάει στα σκουπίδια τις σπουδές μας

Συγκρίνει τη γενιά του με τους μετανάστες της δεκαετίας του ΄60 επισημαίνοντας μία βασική διαφορά: «Εμείς κοστίσαμε στο ελληνικό κράτος πολύ περισσότερα», λέει. «Είμαστε σακιά γεμάτα χρήματα, τα οποία η Ελλάδα πετάει στα σκουπίδια. Το κράτος έχει επενδύσει σε μας, έχει ξοδέψει για τις σπουδές μας και αντί να το αξιοποιήσει, αφήνει τις «επενδύσεις» του να τις εκμεταλλευτούν άλλες χώρες».
Ο 28χρονος Πάνος Παλτσόκας με καταγωγή από τη Δράμα σπούδασε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη και μετρά ήδη τρία χρόνια στη Γερμανία. Εργάζεται ως ειδικευόμενος νευροχειρουργός σε νοσοκομείο του Ντίσελντορφ. Θα μπορούσε να είχε μείνει στη χώρα, όταν έφυγε η κρίση δεν είχε ακόμη γίνει ορατή. Η αναξιοκρατία, όμως, και η έλλειψη προοπτικής τον ώθησαν να πάρει την απόφαση.
Η ζήτηση για γιατρούς στη Γερμανία είναι τόσο αυξημένη ώστε η μη επαρκής γνώση της γλώσσας δεν στάθηκε εμπόδιο στην επαγγελματική του αποκατάσταση.
«Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένα στοιχεία, που ακούγονται από στόμα σε στόμα, ενώ μέχρι πριν από 5 χρόνια απασχολούνταν στη Γερμανία 800 Ελληνες γιατροί, σήμερα είμαστε 4.000-5.000, τόσοι πολλοί που πλέον συναντιόμαστε τυχαία στους δρόμους.
Περπατώ και βρίσκω έναν ακόμη συμφοιτητή μου που δεν ήξερα ότι έχει έρθει κι εκείνος εδώ», λέει.
Υψηλές αποδοχές
«Νιώθω παράξενα που ο μισθός μου ως ειδικευόμενου μαζί με τις εφημερίες είναι μεγαλύτερος από όσα παίρνουν και οι δύο γονείς μου μαζί στην Ελλάδα.

Η μητέρα μου εργάζεται ως καθηγήτρια και ο πατέρας μου ως προϊστάμενος πωλήσεων σε μια ιδιωτική εταιρεία. Το κόστος ζωής είναι σχεδόν σαν της Θεσσαλονίκης. Η στέγη είναι ακριβότερη.
Πληρώνω ενοίκιο 800 ευρώ για ένα σπίτι σχετικά μεγάλο, κεντρικό, με τα κοινόχρηστα -θέρμανση, ρεύμα, νερό- να περιλαμβάνονται στην τιμή. Πάντως, δεν είναι όλα ρόδινα. Εδώ κατάλαβα ότι η εκπαίδευση δεν είναι κάτι το αυτονόητο και ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι καλύτερα από ό,τι νομίζουμε. Επίσης, δεν παύεις να αισθάνεσαι διακρίσεις. Ενας Πολωνός επιμελητής στο πρώτο νοσοκομείο που δούλεψα μου είχε πει: ''Είσαι ξένος, θα πρέπει να είσαι πάντα καλύτερός τους''.
Πιστεύω πως για κάθε νέο άνθρωπο είναι εφόδιο το να μην είναι πολίτης μιας χώρας, το να είναι παγκοσμιοποιημένος πολίτης, ανοίγουν οι ορίζοντές του.
Το πρόβλημα είναι ότι πλέον αυτό δεν γίνεται από επιλογή, αλλά από ανάγκη.
Στενοχωριέμαι για την Ελλάδα. Αισθάνομαι ότι η ζωή μου βρίσκεται εκεί, όχι εδώ.
Και αν φύγουν όλοι, τότε ποιος θα μείνει πίσω; Πρέπει κάποιος να κρατήσει, ούτως ώστε να αλλάξει κάτι...».
Κατερίνα Ροββά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου