Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Η τοποθέτηση του Α. Σπηλιωτόπουλου στη Βουλή

ΡΕΠΟΡΤΑΖ:esos.gr
Ο τομεάρχης της ΝΔ Α. Σπηλιωτόπουλος στην εισήγσή του επί του σχεδίου νόμου για τις αλλαγές στα ΑΕΙ, σήμερα στη Βουλή, είπε τα εξής:

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα ξεκινήσω λέγοντας το αυτονόητο, ότι για εμάς στη Νέα Δημοκρατία - και πιστεύω για όλες τις σοβαρές πολιτικές δυνάμεις- στο χώρο της παιδείας αυτά που μας ενώνουν θα πρέπει πάντοτε να είναι περισσότερα από αυτά που μας διαφοροποιούν ή εν πάση περιπτώσει στο χώρο της παιδείας δεν επιτρέπεται ποτέ να αναζητούμε τις κομματικές αφετηρίες και να βλέπουμε την παιδεία σαν χώρο κομματικής αντιπαράθεσης.
Γι’ αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια της δικής μας διακυβέρνησης επιχειρούσαμε πάντοτε να στηρίξουμε μετά μανίας τον Εθνικό διάλογο προκειμένου να υπάρχει στον τομέα της παιδείας μακροπρόθεσμη στρατηγική η οποία να μην αλλάζει από Υπουργό σε Υπουργό ή από Κυβέρνηση σε Κυβέρνηση, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι αν ακόμη και σήμερα μιλάμε για την κακοδαιμονία στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας, αυτή απορρέει κυρίως από το γεγονός ότι πάντα δεν λειτουργούσαμε με συνέχεια και συνέπεια αλλά πολλές φορές κάθε κυβέρνηση η οποία άλλαζε, ερχόταν και γκρέμιζε τα όσα κληρονομούσε από την προηγούμενη.
Κορυφαίο παράδειγμα είναι όσα έκανε το ΠΑΣΟΚ στο ν. 2083/93 του Σουφλιά. Πράγματι εάν είχε αφεθεί αυτός ο νόμος και εάν είχε λειτουργήσει στην πράξη, πολλά ζητήματα που σήμερα προσπαθεί να ακουμπήσει το υφιστάμενο σχέδιο νόμου θα είχαν από μόνα τους επιλυθεί. Το ίδιο έγινε και με τις διατάξεις Γιαννάκου, αλλά και με τις μετέπειτα δικές μας διατάξεις, Στυλιανίδη και εμού.
Σε κάθε περίπτωση θα πω ότι και σε επίπεδο Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων εμείς προσπαθήσαμε με τις επισημάνσεις μας να κάνουμε μια όσο το δυνατόν καλοπροαίρετη συζήτηση. Δεν μας ενδιαφέρει να διατυπώνουμε την εύκολη κριτική, αλλά κυρίως να συνεισφέρουμε ουσιαστικά και δημιουργικά, προκειμένου το υφιστάμενο σχέδιο νόμου να μπορέσει να λειτουργήσει στην πράξη, να έχει δηλαδή βιωσιμότητα, αποτελεσματικότητα και να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας, πολλώ δεν μάλλον σε συνθήκες κρίσης, όπως αυτές που αντιμετωπίζει η χώρα μας, όπου η επένδυση στην παιδεία είναι η μοναδική λύση για τα οικονομικά και μεγάλα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε, κυρίως για να λειτουργήσουμε ανταγωνιστικά στο μέλλον.
Όμως, δυστυχώς κατά τη δική μου εκτίμηση έως και σήμερα αυτή η διάθεση διαλόγου, συνεννόησης, η εξάντλησή μας στο να αναζητήσουμε διαρκώς περιθώρια με τα οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε, να καταθέτουμε διαρκώς προτάσεις, για να βελτιώσουμε το υφιστάμενο σχέδιο νόμου ίσως ερμηνεύθηκε από την Κυβέρνηση ως αδυναμία.
Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί πράγματι από τις πολλές διατάξεις που περιλαμβάνει το υφιστάμενο σχέδιο νόμου δεν είδαμε ποιες είναι εκείνες οι οποίες μπορούν στην πράξη να θωρακίσουν αυτό το νόμο από μελλοντικά προβλήματα, που έχουν να κάνουν ακόμη και με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διάταξη περί του αυτοδιοίκητου των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας τρίτου βαθμού.
Αυτή η συνταγματική κατοχύρωση, που δεν στέκομαι κυρίως στο γράμμα του νόμου, αλλά στο πνεύμα του συντακτικού νομοθέτη, δυστυχώς, καταστρατηγείται μέσα από διατάξεις, όπως αυτή που επιμένει ο πρύτανης να είναι στην ουσία διοριζόμενος και όχι αιρετός, όχι να εκλέγεται από τον φυσικό χώρο από τον οποίο προέρχεται.
Πράγματι, καταθέσαμε μία σειρά συγκεκριμένων προτάσεων –δώδεκα τον αριθμό- και πιστεύαμε ότι μέχρι και αυτήν την ύστατη ώρα θα μπορούσαμε πράγματι να αναζητήσουμε μεταξύ μας εκείνα τα περιθώρια συνεννόησης, έτσι ώστε τουλάχιστον να μπορέσουμε να πούμε ότι στα μεταπολιτευτικά πολιτικά χρόνια για πρώτη φορά υπάρχει ένα σχέδιο νόμου, όπου μπορεί να έχουμε πολλές και δομικές διαφορές, αλλά εντούτοις αναζητήσαμε κάθε περιθώριο μέγιστης δυνατής συναίνεσης.
Όμως, ακόμη και αυτήν τη στιγμή όποιες οριακές αλλαγές έγιναν τις είδαμε σε διάφορα sites –κυρίως στο esos.gr- την προηγούμενη εβδομάδα. Μάλιστα αυτές οι διαρροές ήταν με λάθος έκδοση κειμένου, με διάφορες υποσημειώσεις και μάλιστα με υποσημειώσεις, όπου εμφανίζονταν και τα ονόματα και τα επίθετα αυτών που έκαμαν τις υποσημειώσεις. Αυτό δείχνει σύγχυση, βιασύνη, προχειρότητα και μία –αν μη τι άλλο- όχι θεσμική και σοβαρή αντιμετώπιση αυτού του σχεδίου νόμου, που ούτως ή άλλως μας είχε προβληματίσει όσον αφορά το χρόνο που εισήλθε για συζήτηση μεσούσης του θέρους και κυρίως προσπαθώντας να αιφνιδιάσει την ευρύτερη πανεπιστημιακή κοινότητα.
Όμως, παρ’ όλα αυτά εμείς πιστεύουμε ότι αυτό το σχέδιο νόμου παρουσιάζει συγκεκριμένα δομικά ελλείμματα, που εύλογα γεννούν αντιδράσεις και ερωτήματα τα οποία, προκειμένου να μπούμε σε μια συζήτηση για το αν είναι συνταγματικά ή όχι, αν είναι εύρυθμα ή όχι, αν η κυρία Υπουργός μπορέσει να αποδεχθεί την ουσία των προτάσεων που κάναμε θα έχουμε a priori αντιμετωπίσει τα προβλήματα τα οποία θα απορρέουν απ’ αυτό το σχέδιο νόμου, που ενδεχομένως να κάνει το νόμο, ακόμη και αν ψηφιστεί, μη εφαρμόσιμο και μη αποτελεσματικό.
Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου το οποίο θα γίνει νόμος, ο οποίος στην πράξη θα είναι απ’ αυτούς τους νόμους που στην πραγματικότητα δεν θα έχουν να κάνουν σε τίποτα με την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων, γιατί δεν θα μπορέσει να εφαρμοσθεί.
Έτσι, λοιπόν, τι να κάνουμε το νόμο αυτόν, όσο και καλές προθέσεις να έχει το Υπουργείο Παιδείας, εάν οι διατάξεις του δεν μπορούν να εφαρμοστούν; Τι να κάνουμε αυτό το νόμο εάν πράγματι επιμένουμε σε σημεία τα οποία έχουν πάρα πολλά ερωτηματικά και γεννούν πάρα πολλά προβλήματα;
Συγκεκριμένα, θα αναφερθώ στην αυτοδιοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η αυτοδιοίκηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όπως σας είπα, είναι κατοχυρωμένη στο άρθρο 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος. Είναι σαφές ότι με την επιμονή που έχει η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας σε ένα Συμβούλιο το οποίο εκτός από τον εποπτικό του ρόλο θα έχει κατ’ ουσίαν ως κύριο αντικείμενο τη διοίκηση των ελληνικών πανεπιστημίων και των τεχνολογικών ιδρυμάτων, ευθέως αμφισβητείται η συνταγματική κατοχυρωμένη διάταξη περί αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων.
Και λέω ότι προκειμένου αυτό εκ των υστέρων να το αντιμετωπίσουμε με προσφυγές, που ενδεχομένως να κάνουν το νόμο αυτό ανενεργό, τουλάχιστον ακόμη και σήμερα μπορούμε να το βελτιώσουμε και να λειτουργήσουμε ως προμηθείς και όχι ως επιμηθείς. Πώς; Έχοντας το Συμβούλιο -αφού τόσο πολύ το θέλει η κυρία Υπουργός- να έχει εποπτικό ρόλο, να έχει ρόλο όσον αφορά τη διαφάνεια των οικονομικών των πανεπιστημίων, να έχει ρόλο όσον αφορά την ποιότητα, την αξιολόγηση, αλλά όχι ρόλο όσον αφορά την ουσιαστική διοίκηση των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Η ουσιαστική διοίκηση τριτοβάθμιων ιδρυμάτων καλό θα ήταν, εάν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα που θα γεννηθούν στο μέλλον, να αφεθεί στη Σύγκλητο, στα αρμόδια όργανα των πανεπιστημίων.
Επίσης, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε δημιουργώντας μία μόνιμη σύγκρουση, μία μόνιμη διαρχία, μεταξύ του Συμβουλίου από τη μία πλευρά και της Συγκλήτου από την άλλη, πολύ περισσότερο όταν καταστρατηγείται μία βασικά δημοκρατικά εκλεγμένη Αρχή, όπως είναι η Πρυτανική Αρχή, η οποία βασίζεται σε μία παράδοση δύο αιώνων, σε ένα κύρος του θεσμού δύο αιώνων και θα έλεγα –και ας μου επιτραπεί η έκφραση- τι ποιο φυσικό και αναμενόμενο σε μία Πρυτανική Αρχή που στηρίζεται στη δημοκρατική παράδοση, ότι τα μονοπρόσωπα όργανα διοικήσεων προφανώς να εκλέγονται από το φυσικό τους χώρο;
Θα επαναλάβω εδώ στη Βουλή για μία ακόμα φορά αυτό που λέω και ξέρω, ότι η κυρία Υπουργός ενοχλείται, αλλά εγώ θα το πω για να το καταλάβουν και οι συνάδελφοι. Φανταστείτε εμάς τους Βουλευτές να εκπροσωπούμεθα, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, από κάποιον διορισμένο Πρόεδρο της Βουλής. Φανταστείτε τους ηθοποιούς –βλέπω εδώ τον αγαπητό φίλο, τον κ. Καζάκο- να εκπροσωπούνται από έναν ο οποίος είναι διορισμένος στο σωματείο τους ως Πρόεδρος ή τους δημοσιογράφους να εκπροσωπούνται –και αναφέρομαι στην κ. Γιαννακά με την προγενεστέρα ιδιότητα την οποία είχε- από κάποιον Πρόεδρο ΕΣΗΕΑ ο οποίος είναι διορισμένος. Τι πιο λογικό και αναμενόμενο –και επιμένουμε σε αυτό- να μπορέσουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα να εκλέγει το φυσικό της εκπρόσωπο;
Επιμένουμε στο Συμβούλιο; Θέλουμε το Συμβούλιο αυτό να έχει ρόλο στην αξιολόγηση, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες του παρελθόντος; Να δεχθώ τη λογική σας. Σας πρότεινα κάτι, το οποίο δεν το έχω προτείνει μόνο εγώ, αλλά το έχει προτείνει ο καθηγητής ο κ. Κρεμαστινός, το έχει πει ο κ. Βούγιας, το έχουν πει πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι από το χώρο του ΠΑΣΟΚ και λέω το εξής: Δεν θέλετε να ακούσετε εμάς, την Αξιωματική Αντιπολίτευση; Ακούστε το εσωτερικό του κόμματός σας, ακούστε τι λένε οι συνάδελφοι που προέρχονται από το δικό σας χώρο. Γιατί να μην δώσουμε τη δυνατότητα στο Συμβούλιο, αφού επιμένετε, να αξιολογήσει όλες τις υποψηφιότητες των υποψηφίων Πρυτάνεων, να καταλήξει σε μία σύντομη λίστα δύο, τριών υποψηφίων Πρυτάνεων και μετά ο φυσικός τους χώρος, δηλαδή η Πανεπιστημιακή Κοινότητα στο σύνολό της, να εκλέξει αυτόν που πράγματι θέλει να τους εκπροσωπεί;
Εάν δεν το κάνουμε αυτό, θα μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμφωνήσουμε -παρότι θα το επιθυμούσαμε- σ’ ένα σχέδιο νόμου που έχει πάρα πολλές διατάξεις ως αντιγραφή δικών μας νόμων μόνο και μόνο γιατί αυτός ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί ποτέ. Προφανώς η Νέα Δημοκρατία δεν θα ήθελε επ’ ουδενί υποκριτικά να εμφανιστεί ότι συμφωνεί μ’ ένα νόμο ο οποίος θα είναι ανεφάρμοστος, μ’ ένα νόμο ο οποίος μπορεί στο μέλλον να κριθεί ως αντισυνταγματικός. Δεν μπορεί να συμφωνήσει σ’ ένα νόμο ο οποίος εκ των πραγμάτων θα δημιουργήσει πάρα πολλές δυσλειτουργίες.
Εμείς λέμε «ακούστε μας» και αν δεν θέλετε να ακούσετε εμάς, ακούστε τους Βουλευτές σας, ακούστε τους ανθρώπους που έχουν αρθρογραφήσει όπως ο κ. Καρτάλης, ακούστε τον κύριο Βούγια που έκανε τις συγκεκριμένες προτάσεις, ακούστε τον κύριο Κρεμαστινό, ακούστε τη φωνή της λογικής, ακούστε τι λέει η πανεπιστημιακή κοινότητα, ακούστε τι λέει η ελληνική κοινωνία. Πράγματι υπάρχει κακοδαιμονία, πράγματι υπάρχει παθογένεια, πράγματι πρέπει να λύσουμε τα προβλήματα αυτά, όμως αυτά δεν μπορούν να λυθούν από τη μία στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση. Χάσαμε την ευκαιρία διότι δυστυχώς τα εσωτερικά σας προβλήματα δεν σας άφησαν να μπείτε στην αναθεώρηση του άρθρου 16 ώστε σήμερα να είχαμε απελευθερωμένα πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα για να λειτουργήσει η άμιλλα. Χάσατε αυτή την ιστορική ευκαιρία. Δυστυχώς χάσατε την ευκαιρία να συμφωνήσετε στο νόμο Γιαννάκου βάζοντας τότε ζητήματα αντισυνταγματικότητας που εμείς ευθέως δεν τα βάζουμε παρότι σας είπα ότι οι προτάσεις που κάνουμε είναι προκειμένου να σας βοηθήσουμε να τα αντιμετωπίσετε αυτά στο μέλλον, ενδεχομένως και στην Αίθουσα εάν και εφόσον προκύψουν τέτοια ζητήματα.
Εμείς ερχόμαστε εδώ και σας λέμε «ελάτε να φτιάξουμε από κοινού ένα νόμο ο οποίος θα έχει μακροπρόθεσμη στρατηγική για τα επόμενα δέκα χρόνια και θα αντιμετωπίζει δυσλειτουργίες στα ελληνικά πανεπιστήμια». Πώς; Με τις προτάσεις Βούγια, Καρτάλη, Κρεμαστινού, με τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας. Όποιες απ’ αυτές τις προτάσεις και να πάρετε, έχουν έναν κοινό παρονομαστή και ο κοινός αυτός παρονομαστής είναι ο νόμος αυτός να είναι εύρυθμος, λειτουργικός, να μην λειτουργεί ως ολετήρας, να μη λειτουργεί συγκρουσιακά, να μη διχάσει την ελληνική κοινωνία, να μην «κάψει» τα πανεπιστήμια, να δημιουργηθεί πάνω στη συνισταμένη της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού και κυρίως να είναι ένας νόμος ο οποίος θα σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους αυτής της χώρας.
Δεν σας λέω τι θα κάνουμε διότι θέλω να ελπίζω ότι έστω και την ύστατη αυτή στιγμή αυτές οι οριακές βελτιώσεις που σας προτείνω θα γίνουν αποδεκτές προκειμένου απ’ αυτήν εδώ την Αίθουσα να βγούμε για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία έχοντας συναινέσει Αξιωματική Αντιπολίτευση και Κυβέρνηση για να προχωρήσουμε από κοινού σ’ ένα νόμο ο οποίος θα μπορεί να βάλει τα θεμέλια για τα επόμενα χρόνια.
Σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου