Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Παράλληλο ή διπλό νόμισμα

Με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε βαθιά ύφεση για έκτη συνεχιζόμενη χρονιά και ελλείψει ενός πολιτικού οράματος για το μέλλον της χώρας, η ιδέα του διπλού νομισματικού συστήματος θα πρέπει πλέον να εξεταστεί σοβαρά. Πρόκειται εξάλλου για μια πρακτική που έχουν εφαρμόσει πολλές χώρες στο παρελθόν, ενώ για την περίπτωση της Ελλάδας τη συνιστούν τόσο συντηρητικοί όσο και προοδευτικοί οικονομολόγοι.
Η σημερινή στήλη των Ιδεογραφημάτων είναι αφιερωμένη στην ιδέα του διπλού νομίσματος και έχει τη μορφή διαλόγου με τον Δημήτρη Β. Παπαδημητρίου, πρόεδρο του Levy Economics Institute* και καθηγητή στην έδρα Οικονομικών στο Κολέγιο Bard, ο οποίος υποστηρίζει θερμά την εν λόγω πρόταση.
Η αρχική ερώτηση που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι οι λόγοι που οδηγούν τις χώρες στην υιοθέτηση ενός διπλού συστήματος πληρωμών. Γιατί, για παράδειγμα, υιοθέτησαν διπλό νόμισμα τόσο οι ΗΠΑ την περίοδο της δεκαετίας του 1930 όσο και η Κούβα επί κομμουνισμού; Οπως εξηγεί ο κ. Παπαδημητρίου, «τα εθνικά νομίσματα επιτρέπουν σε μια κυβέρνηση να επεκτείνει το χώρο της δημοσιονομικής πολιτικής με την αλλαγή στις θέσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Επιτρέπουν σε μια χώρα να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα προκειμένου να επιτρέψει την εξαγωγή της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών με φτηνότερες τιμές. Με αυτόν τον τρόπο, η οικονομία τής εν λόγω χώρας γίνεται περισσότερο ανταγωνιστική και επιτυγχάνει μια καλύτερα διαχειρίσιμη θέση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ισως ακόμη πιο σημαντικό, μπορούν να εφαρμοστούν στοχευόμενες πολιτικές με απώτερο σκοπό την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Η υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος θα πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά και τα διαθέσιμα ποσά του νέου νομίσματος θα πρέπει να ελέγχονται από έναν ανεξάρτητο φορέα, π.χ. την κεντρική τράπεζα της χώρας, προκειμένου να αποφευχθούν οι πολιτικές πιέσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε υπερπληθωρισμό».
Στο ερώτημα του απώτερου στόχου που θα είχε η εισαγωγή ενός διπλού νομίσματος συγκεκριμένα για την περίπτωση της Ελλάδας, ο κ. Παπαδημητρίου υπογραμμίζει τα εξής: «Κάτω από τις σημερινές οικονομικές συνθήκες, οι επιλογές της Ελλάδας για ανάκαμψη και ανάπτυξη είναι φρικτές. Αν η κατάσταση συνεχιστεί ως έχει, θα χρειαστούν 12-15 χρόνια από σήμερα προκειμένου να επιστρέψει η χώρα στα επίπεδα του ΑΕΠ του 2007 και σε κοινωνικά αποδεκτά ποσοστά ανεργίας. Η εισαγωγή του παράλληλου νομίσματος θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να πάρει ξανά μπρος. Θα καταστεί εφικτό να καθιερωθούν πολιτικές απασχόλησης που θα απορροφήσουν ένα σημαντικό ποσοστό των σημερινών ανέργων, που θα επαναφέρουν το εισόδημα σε αξιοπρεπή επίπεδα, που θα αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση και θα μεγεθύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Τα παράλληλα νομίσματα έχουν πολιτικές προκλήσεις, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας, που οι επιλογές της είναι τρομερά περιορισμένες, ίσως να μην υπάρχει καλύτερη επιλογή από το διπλό νόμισμα. Και δεν είναι μια ιδέα που έχει προταθεί από περιθωριακούς οικονομολόγους. Αντιθέτως, την προτείνουν τόσο συντηρητικοί όσο και προοδευτικοί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανόμενων αυτών στον τομέα έρευνας της Deutsche Bank στη Γερμανία».
Ανέφερα στον κ. Παπαδημητρίου την άποψη των επικριτών του διπλού νομίσματος, οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι είναι μια κακή ιδέα, υπό την έννοια ότι αυτό που συμβαίνει είναι πως το κακό χρήμα (ένα υπερεκτιμημένο νόμισμα) διώχνει το καλό χρήμα (υποτιμημένο νόμισμα) και στη συνέχεια του έθεσα το ερώτημα αν αυτό δεν θα μπορούσε όντως να συμβεί σε περίπτωση που η δραχμή χρησιμοποιούνταν παράλληλα με το ευρώ. Εξηγεί:
«Αυτές είναι λογικές και σοβαρές ανησυχίες. Γι' αυτό και είναι σημαντικό θέμα ο έλεγχος και η εποπτεία του ποσού του εθνικού νομίσματος που θα εκδοθεί. Στην αρχή, το εθνικό νόμισμα θα είναι περιορισμένο, δεν θα είναι μετατρέψιμο σε ευρώ ή δολάρια και θα είναι στη μορφή ομολόγων, που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την αποπληρωμή των φόρων. Αν και όλες οι τραπεζικές καταθέσεις θα συνεχίσουν να είναι σε ευρώ, θα υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί όσον αφορά τη μεταφορά τους στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν θα είναι πολύ διαφορετικά απ' ό,τι είναι σήμερα. Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση υποτίθεται ότι κυνηγάει τους καταθέτες που μετέφεραν μεγάλα ποσά στο εξωτερικό. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου χρησιμοποίησε τέτοιου είδους ομόλογα το φθινόπωρο του 2010 για το ποσό των 5,5 δισ. ευρώ προκειμένου να διευθετήσει υποχρεώσεις προς τη φαρμακευτική βιομηχανία, η οποία απειλούσε να σταματήσει την πώληση των φαρμάκων έως ότου εξοφληθούν οι οφειλές της. Για μένα και πολλούς άλλους οικονομολόγους, αυτά τα ομολόγα προς τις φαρμακευτικές εταιρείες ήταν ανάλογα με το "ημι-χρήμα" εφ' όσον μπορούσαν να κατατεθούν σε τράπεζα και να εξοφληθούν με ρευστό».
Με την καταστροφική πορεία που διανύει η ελληνική οικονομία, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντισταθεί στα λογικά επιχειρήματα που συνοδεύουν την πρόταση της υιοθέτησης του διπλού νομίσματος. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) δεν θα αποδέχονταν την εισαγωγή ενός παράλληλου νομίσματος για μια χώρα-μέλος, ανεξαρτήτως της άθλιας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στην οποία μπορεί να βρίσκεται. Η άποψη του κ. Παπαδημητρίου γι' αυτό το δίλημμα;
«Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ΕΚΤ, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν θα στηρίξουν μια τέτοια πολιτική επιλογή, αλλά οι αρχικές ενδείξεις είναι ότι ένα παράλληλο χρηματοοικονομικό σύστημα -η προτιμητέα έκφραση αντί του νομίσματος- δεν απαγορεύεται ρητά από τις συμφωνίες της Ε.Ε. Συνεπώς, πιστεύω ότι αν αποφασιστεί να προχωρήσει η υιοθέτηση της ιδέας ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών, θα μπορέσει να υλοποιηθεί. Θέλω βέβαια να υπογραμμίσω ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση και πως θα απαιτηθεί προσεκτικός σχεδιασμός και εκτέλεση της όλης ιδέας. Σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε πολύ λιγότερο για το τι νομίζουν και τι θέλουν οι Ευρωπαίοι αφέντες και περισσότερο για το τι είναι καλό για την ίδια τη χώρα και τους πολίτες της».
* Για λόγους δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αναφέρεται ότι ο γράφων τυγχάνει να είναι μέλος του επιστημονικού/ερευνητικού προσωπικού στο Levy Economics Institute.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου