Ο μεγαλύτερος εν ζωή ηθοποιός, ο Ιρλανδός
Πίτερ Ο' Τουλ, έφυγε τα ξημερώματα της Κυριακής σε ηλικία 81 ετών,
χάνοντας τη μάχη έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια. Παρ' όλο που έχει
σχεδόν ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο περίφημο φιλμ του
Ντέιβιντ Λιν «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962), ο Πίτερ Ο' Τουλ υπήρξε πολύ
περισσότερα από μία και μόνη ερμηνεία.
Αν κάποιος ήθελε να καταδείξει το πόσο διάτρητος ήταν ο θεσμός
των Οσκαρ, η περίπτωση του Ιρλανδού ηθοποιού ήταν η πλέον
χαρακτηριστική, μια και αυτός ο τιτάνας της υποκριτικής, παρά τις οκτώ
υποψηφιότητές του, δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει το «πολυπόθητο»
αγαλματάκι.
Η δικαίωση ήρθε πολύ αργά, μόλις το 2003, όταν του απονεμήθηκε ένα τιμητικό βραβείο Οσκαρ για το σύνολο του έργου του.
Αντιδρώντας τότε στη μεγαλύτερη και κατ' επανάληψη «αδικία» στην
ιστορία του θεσμού, ο Πίτερ Ο' Τουλ αρχικά αρνήθηκε να το παραλάβει
συνοδεύοντας αυτή την άρνησή του με μία επιστολή διάχυτης ειρωνείας και
πικρίας που σημείωνε μεταξύ άλλων: «Μια και βρίσκομαι ακόμα εν ζωή και
μπορώ να το κερδίσω στα ίσα, μήπως θα μπορούσε παρακαλώ η Ακαδημία να
αναβάλει την τιμή αφού συμπληρώσω τα 80 χρόνια;».
Προς υπεράσπιση βέβαια της Αμερικανικής Ακαδημίας αξίζει να
σημειώσουμε ότι συχνά είχε την ατυχία να είναι συνυποψήφιος με ερμηνείες
που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως
του Μάρλον Μπράντο στο «Νονό», του Ρόμπερτ ντε Νίρο στο «Οργισμένο
είδωλο» ή του Μπεν Κίνγκσλεϊ στον «Γκάντι».
Πρώτη υποψηφιότητα
Γεννημένος στις 2 Αυγούστου του 1932, ο Πίτερ Ο' Τουλ ξεκίνησε
την καριέρα του από το θέατρο, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους
σεξπιρικούς ρόλους, με την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση να έρχεται
το 1954, ενώ το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο έγινε το 1959,
ερμηνεύοντας ένα μικρό ρόλο.
Η πρώτη εμφάνισή του σε πρωταγωνιστικό κινηματογραφικό ρόλο ήρθε
μόλις τρία χρόνια αργότερα, με τον περίφημο «Λόρενς της Αραβίας», που
θεωρήθηκε η πιο επιτυχημένη της καριέρας του, δίνοντάς του ταυτόχρονα
και την πρώτη υποψηφιότητά του για Οσκαρ.
Ποιος μπορεί όμως να ξεχάσει και τις υπόλοιπες ερμηνείες του·
σχεδόν εφάμιλλες ή ακόμη πιο γοητευτικές; Ρόλοι όπως στις ταινίες
«Μπέκετ» (1964) του Πίτερ Γκλένβιλ, «Το λιοντάρι του χειμώνα» (1968) του
Αντονι Χάρβεϊ, «Αντίο κύριε Τσιπς» (1969) του Χέρμπερτ Ρος, «Η άρχουσα
τάξη» (1970) του Πίτερ Μέντακ, «Στάντμαν, ο ριψοκίνδυνος δραπέτης»
(1980) του Ρίτσαρντ Ρας, «Η τυχερή μου χρονιά» (1982) του Ρίτσαρντ
Μπένγιαμιν, ρόλοι που του χάρισαν ισάριθμες υποψηφιότητες για Οσκαρ με
την τελευταία να έρχεται το 2006 για την ερμηνεία του στο φιλμ του
Ρότζερ Μίτσελ «Αφροδίτη».
Ο κατάλογος φυσικά δεν σταματά εδώ, καθώς υπήρξαν και ερμηνείες
για φιλμ που δεν προτάθηκαν και υπήρξαν αλησμόνητες, όπως επί
παραδείγματι στη «Νύχτα των στρατηγών» του Ανατόλ Λίτβακ, στο ρόλο ενός
σχιζοφρενή συνταγματάρχη των ναζί στο κατεχόμενο Παρίσι.
Οι διακρίσεις παρ' όλα αυτά δεν έλειψαν, καθώς στα βραβεία που
έχει κερδίσει συμπεριλαμβάνονται τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, ένα Βραβείο
της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και ένα Βραβείο Emmy.
Σημαντικές ήταν και οι ερμηνείες του στο σανίδι, έχοντας κέντρο των θεατρικών του εμφανίσεων το Λονδίνο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 ο Πίτερ Ο' Τουλ αντιμετώπιζε
πολύ σοβαρά προβλήματα με την υγεία του με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει
σταδιακά τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, παίζοντας κυρίως στην
τηλεόραση και σποραδικά στο θέατρο. Μόλις πέρυσι ο ηθοποιός είχε
ανακοινώσει την οριστική αποχώρησή του από την υποκριτική εξαιτίας των
προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου