Με 67 παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του - Οι Σύμβουλοι Επικρατείας στη γνωμοδότησή τους επισημαίνουν αρκετές παραλείψεις, κενά, συγκρουόμενες και αντίθετες διατάξεις αλλά και παραπομπές σε ανύπαρκτες παραγράφους
Από το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίθηκε μεν νόμιμο τη
δεύτερη φορά το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για την «αξιολόγηση των
εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», αλλά οι
σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν 67 παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του.
Το επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, είχε επανακατατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία μετά την επιστροφή του στο υπουργείο Παιδείας που είχε γίνει από τους δικαστές, καθώς το είχαν κρίνει αυτή την πρώτη φορά μη νόμιμο.
Κρίθηκε μη νόμιμο, καθώς έπρεπε να είχε εκδοθεί μέχρι τη 10η Μαρτίου 2013, όπως προβλεπόταν από τη σχετική νομοθεσία. Έτσι, την πρώτη φορά το ΣτΕ δεν προχώρησε στην αξιολόγηση του περιεχομένου του επίμαχου διατάγματος.
Στη συνέχεια ψηφίστηκε από τη Βουλή τροπολογία στο νόμο 4186 /2013 με την οποία παρατάθηκε κατά οκτώ μήνες ο προβλεπόμενος χρόνος έκδοσής του. Κατόπιν αυτών επανακατατέθηκε το σχέδιο διατάγματος στο ΣτΕ για νέα δεύτερη επεξεργασία.
Σκοπός της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με το σχέδιο διατάγματος, είναι η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους έργου, προς όφελος των μαθητών και της κοινωνίας, ενώ η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συμβάλλει:
α) στη διαπίστωση της ποιότητας, των λειτουργιών και των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού τους έργου, β) στη διάχυση των καλών πρακτικών στα σχολεία όλης της χώρας, ως βασικού συντελεστή υποστήριξης των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες της επιμόρφωσης και της ανατροφοδότησης του έργου τους και γ) στην παροχή κινήτρων για τη διαρκή επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη των στελεχών και των εκπαιδευτικών, στο πλαίσιο και της δια βίου μάθησης.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα διενεργείται επί συγκεκριμένων κριτηρίων που σχετίζονται με τη φύση του εκπαιδευτικού έργου και την υπαλληλική ιδιότητα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας στη σχετική γνωμοδότησή τους (308/2013) που εξέδωσαν επισημαίνουν αρκετές παραλείψεις, κενά, συγκρουόμενες και αντίθετες διατάξεις, παραπομπές σε ανύπαρκτες παραγράφους, κ.λ.π.
Οι δικαστές παρατηρούν προβλήματα στο καθεστώς αξιολόγησης των υπευθύνων των «Συμβουλευτικών Σταθμών Νέων» και ξεκαθαρίζουν ότι οι υπεύθυνοι των σταθμών αυτών μπορεί να είναι μόνο εκπαιδευτικοί.
Παρατηρούν, επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι θα «προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες κατά την εφαρμογή του το σύστημα αξιολόγησης των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης και συνιστούν στο υπουργείο Παιδείας να αλλάξει τη διατύπωση της σχετικής παραγράφου του άρθρου 2 του διατάγματος.
Στο αμέσως επόμενο άρθρο (άρθρο 3) το οποίο αναφέρεται στα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης, σημειώνεται στο πρακτικό ότι γίνεται αναφορά σε ανύπαρκτη αρίθμηση παραγράφων, ενώ στο άρθρο 15 γίνεται αναφορά σε 11 παραγράφους, αλλά στο κείμενο υπάρχουν μόνο πέντε.
Αντιθέσεις παρατηρούν οι σύμβουλοι Επικρατείας στο ίδιο άρθρο 3, ως προς την αξιολόγηση των διευθυντών σχολικών μονάδων, ενώ στο άρθρο 10 τονίζουν ότι δεν υπάρχει η κύρια πρόταση «με αποτέλεσμα η ρύθμιση να μην είναι κατανοητή».
Υπογραμμίζουν ακόμη οι δικαστές, ότι στο διάταγμα υπάρχουν «εξεζητημένες» διατυπώσεις και καλεί το υπουργείο να τις επανεξετάσει, ενώ για άλλες διατάξεις επισημαίνει ότι πρέπει «να διατυπωθούν κατά τρόπο απλούστερο».
Το επίμαχο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, είχε επανακατατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία μετά την επιστροφή του στο υπουργείο Παιδείας που είχε γίνει από τους δικαστές, καθώς το είχαν κρίνει αυτή την πρώτη φορά μη νόμιμο.
Κρίθηκε μη νόμιμο, καθώς έπρεπε να είχε εκδοθεί μέχρι τη 10η Μαρτίου 2013, όπως προβλεπόταν από τη σχετική νομοθεσία. Έτσι, την πρώτη φορά το ΣτΕ δεν προχώρησε στην αξιολόγηση του περιεχομένου του επίμαχου διατάγματος.
Στη συνέχεια ψηφίστηκε από τη Βουλή τροπολογία στο νόμο 4186 /2013 με την οποία παρατάθηκε κατά οκτώ μήνες ο προβλεπόμενος χρόνος έκδοσής του. Κατόπιν αυτών επανακατατέθηκε το σχέδιο διατάγματος στο ΣτΕ για νέα δεύτερη επεξεργασία.
Σκοπός της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, σύμφωνα με το σχέδιο διατάγματος, είναι η βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους έργου, προς όφελος των μαθητών και της κοινωνίας, ενώ η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συμβάλλει:
α) στη διαπίστωση της ποιότητας, των λειτουργιών και των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού τους έργου, β) στη διάχυση των καλών πρακτικών στα σχολεία όλης της χώρας, ως βασικού συντελεστή υποστήριξης των εκπαιδευτικών στις διαδικασίες της επιμόρφωσης και της ανατροφοδότησης του έργου τους και γ) στην παροχή κινήτρων για τη διαρκή επιστημονική και επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη των στελεχών και των εκπαιδευτικών, στο πλαίσιο και της δια βίου μάθησης.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα διενεργείται επί συγκεκριμένων κριτηρίων που σχετίζονται με τη φύση του εκπαιδευτικού έργου και την υπαλληλική ιδιότητα.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας στη σχετική γνωμοδότησή τους (308/2013) που εξέδωσαν επισημαίνουν αρκετές παραλείψεις, κενά, συγκρουόμενες και αντίθετες διατάξεις, παραπομπές σε ανύπαρκτες παραγράφους, κ.λ.π.
Οι δικαστές παρατηρούν προβλήματα στο καθεστώς αξιολόγησης των υπευθύνων των «Συμβουλευτικών Σταθμών Νέων» και ξεκαθαρίζουν ότι οι υπεύθυνοι των σταθμών αυτών μπορεί να είναι μόνο εκπαιδευτικοί.
Παρατηρούν, επίσης, οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι θα «προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες κατά την εφαρμογή του το σύστημα αξιολόγησης των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης και συνιστούν στο υπουργείο Παιδείας να αλλάξει τη διατύπωση της σχετικής παραγράφου του άρθρου 2 του διατάγματος.
Στο αμέσως επόμενο άρθρο (άρθρο 3) το οποίο αναφέρεται στα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης, σημειώνεται στο πρακτικό ότι γίνεται αναφορά σε ανύπαρκτη αρίθμηση παραγράφων, ενώ στο άρθρο 15 γίνεται αναφορά σε 11 παραγράφους, αλλά στο κείμενο υπάρχουν μόνο πέντε.
Αντιθέσεις παρατηρούν οι σύμβουλοι Επικρατείας στο ίδιο άρθρο 3, ως προς την αξιολόγηση των διευθυντών σχολικών μονάδων, ενώ στο άρθρο 10 τονίζουν ότι δεν υπάρχει η κύρια πρόταση «με αποτέλεσμα η ρύθμιση να μην είναι κατανοητή».
Υπογραμμίζουν ακόμη οι δικαστές, ότι στο διάταγμα υπάρχουν «εξεζητημένες» διατυπώσεις και καλεί το υπουργείο να τις επανεξετάσει, ενώ για άλλες διατάξεις επισημαίνει ότι πρέπει «να διατυπωθούν κατά τρόπο απλούστερο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου