Δὲν εἶναι οὔτε τὸ Μοσχάνθη, οὔτε τὸ Ἄνδρος, οὔτε τὸ Δεσποινάκι,
οὔτε τὸ Κυκλάδες, οὔτε τὸ Κατερίνη, οὔτε τὸ Παντελῆς. Εἶναι ἡ ἔνδοξη καὶ
περιώνυμη Ἑλλάδα!
Εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ κόσμου, εἶναι ὁ βράχος στὴν ἀκροθαλασσιά, ποὺ
τὸν χτυπᾶν αἰῶνες τὰ κύματα, καὶ ὅμως δὲν μετακινήθηκε καὶ κόλλησαν
ἀπάνω του ὅλα τὰ στρείδια καὶ μύδια τοῦ πελάγους καὶ διασώθηκαν· δὲν τὰ
κατέφαγαν τὰ μαλάκια. Εἶναι τὸ ψηλὸ βουνό, ποὺ ἔδειξε στὸν κόσμο πῶς νὰ
σκέπτωνται καὶ νὰ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι ἡ ἑστία, εἶναι τὸ τζάκι, ποὺ
συγκέντρωσε γύρω του ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπολαύση θαλπωρή. Στὸ τραπέζι
της ἤπιαν λιαστὸ κρασὶ ὅλα τὰ ἔθνη.
Ἀπὸ χρόνια εἶναι ὁ συλημένος οἶκος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅλοι οἱ
ψευτοπολιτισμένοι ἔκλεψαν ἀκόρεστα ὅ,τι ὁ ὑψηλὸς νοῦς ἔφτιαξε τῶν
Ἑλλήνων. Γέμισαν τὰ μουσεῖα τους, τὰ σπίτια τους, μὲ τὰ καμώματα τῆς
ὑψηλῆς σκέψης καὶ τῆς ἀριστοτεχνίας τῶν Ἑλλήνων. Ὅπου καὶ νὰ πᾶς στὴν
Εὐρώπη, θὰ σκοντάψης στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, γιὰ νὰ ξυπνήσης. Μὲ τὴν
ἴδια ἀριστοτεχνία καὶ ἐπιδεξιότητα συνέχισε τὰ χρόνια τοῦ ὀρθοδόξου
χριστιανισμοῦ ἡ Ρωμιοσύνη. Ὅταν ἀκόμα οἱ πολιτισμένοι Εὐρωπαῖοι ἔτρωγαν
μὲ τὰ χέρια, οἱ πρόγονοί μας σκάλιζαν στὰ ξύλα τέμπλα καὶ ζωγράφιζαν
ἅγιες εἰκόνες. Καὶ ἡ ἀργυροχοΐα τους ἦταν θαυμαστὴ καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ
τους ἀξιοθαύμαστη. Μποροῦσες μὲ τὴν πέτρα ποὺ τοποθετοῦσαν στὸν τοῖχο νὰ
κουβεντιάσης καὶ μὲ τοῦ ἀργαλειοῦ τὴν τέχνη νὰ ζήσης καὶ νὰ ἀναπνεύσης
εὐωδιά.
Ποιός ἀληθινὸς Ἕλληνας θὰ βρεθῆ νὰ καταγράψη τὶ ἡ Εὐρώπη ἔκλεψε ἀπὸ
τοῦ Ἕλληνα τὸν νοῦ καὶ τὸ χέρι; Εἶναι μιὰ ἔρευνα ποὺ ἀνεπίτρεπτα λείπει
ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους Ἕλληνες.
Αὐτὸ τὸ καράβι οἱ πατέρες μας ἔθεσαν μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου τοῦ κόσμου. Πολεμήθηκε καὶ σήμερα μπατάρισε.
Ἔπεσε τὸ πάθος τῶν δαιμόνων, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος, πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ πανώριο καράβι καὶ σήμερα ἀκοῦμε τὸν καπετάνιο νὰ φωνάζη ἀπὸ τὴν γέφυρα: «Τὸ καράβι παίρνει τὴν τελευταία κλίση του. Ὅσοι εἶστε στὴν γέφυρα τοῦ καραβιοῦ καὶ ξέρετε κολύμπι, κάνετε ἕνα μακροβούτι, νὰ μὴ σᾶς πάρη ἡ δίνη κάτω». Τὸ ναυάγιο ἔγινε μόνον ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχὴ τῶν ξένων ἢ καὶ τὴν δικιά μας; Ἐπιτρέψατέ μου νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐμεῖς ναυαγήσαμε τὸ καράβι, γιατὶ τοποθετήσαμε καπεταναίους ἀθέους καὶ ἀντιχρίστους. Οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι ἐπέζησαν καὶ ἐπιζοῦμε καὶ ἐμεῖς. Ὅταν οἱ νέοι μας καῖνε τὴν σημαία ἀτιμωρητί, μὲ ποιά σημαία θὰ ταξιδέψη αὐτὸ τὸ καράβι ποὺ λέγεται Ἑλλάδα; Ὅταν βρίσκεται στὰ πελάγη, ποιός θὰ τὸ ἀναγνωρίζη ἑλληνικὸ καράβι;
Ἔπεσε τὸ πάθος τῶν δαιμόνων, ἡ ζήλεια καὶ ὁ φθόνος, πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ πανώριο καράβι καὶ σήμερα ἀκοῦμε τὸν καπετάνιο νὰ φωνάζη ἀπὸ τὴν γέφυρα: «Τὸ καράβι παίρνει τὴν τελευταία κλίση του. Ὅσοι εἶστε στὴν γέφυρα τοῦ καραβιοῦ καὶ ξέρετε κολύμπι, κάνετε ἕνα μακροβούτι, νὰ μὴ σᾶς πάρη ἡ δίνη κάτω». Τὸ ναυάγιο ἔγινε μόνον ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχὴ τῶν ξένων ἢ καὶ τὴν δικιά μας; Ἐπιτρέψατέ μου νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐμεῖς ναυαγήσαμε τὸ καράβι, γιατὶ τοποθετήσαμε καπεταναίους ἀθέους καὶ ἀντιχρίστους. Οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι ἐπέζησαν καὶ ἐπιζοῦμε καὶ ἐμεῖς. Ὅταν οἱ νέοι μας καῖνε τὴν σημαία ἀτιμωρητί, μὲ ποιά σημαία θὰ ταξιδέψη αὐτὸ τὸ καράβι ποὺ λέγεται Ἑλλάδα; Ὅταν βρίσκεται στὰ πελάγη, ποιός θὰ τὸ ἀναγνωρίζη ἑλληνικὸ καράβι;
Ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη. Πετάξτε τὶς ἁλυσίδες καὶ φωνάξτε:
«Ἐμεῖς θέλουμε Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα!». Ἕλληνες, σηκῶστε ἱερὸ πόλεμο καὶ
διῶξτε ὅποιον κάνει ἔργο διαβόλου σ᾽ αὐτὴν τὴν ματωμένη χώρα. Δὲν
σηκώνει ἄλλο. Ἐξεγέρθητε καὶ μὴ ὑπνῆτε, γιατὶ ἐγγὺς τὸ τέλος, ὄχι τοῦ
κόσμου, ἀλλὰ τῆς Ἑλλαδίτσας.
ὁ Καθηγούμενος Δοχειαρίου
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου