Η συναρπαστική
ιστορία ενός από τα παλιότερα καφενεία στην Ελλάδα και ο Ναπολέων
Ζάγκλης που άφησε τη ζωή στην Αθήνα και τη δουλειά του σε μεγάλη
πολυεθνική εταιρία για να διατηρήσει μια παράδοση πέντε γενεών στο
πανέμορφο χωριό του.
Είναι το πιο ωραίο καφενείο
που έχω επισκεφθεί (και έχω επισκεφθεί αρκετά). Σε ένα μελοδραματικά
όμορφο χωριό, τους Καλαρρύτες στα Τζουμέρκα, που ειδικά το χειμώνα
μοιάζει ξεχασμένο σε κάποια άγνωστη τρύπα της Μέσης Γης. 174 χρόνια μετά
από την ημέρα που ο προ-πάππους του Ναπολέοντα άνοιξε αυτή την πόρτα
για υποδεχθεί τους χωριανούς και είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα,
ειδικά σε μια χώρα που είναι επιρρεπής στην καταστροφή των “λαϊκών
μνημείων” της σύγχρονης ιστορίας της και μετατρέπει με αφοπλιστική
ευκολία π.χ. ένα φούρνο 150 ετών σε ένα αδιάφορο κατάστημα φασόν. Αλλά
πέρα από το κινηματογραφικό σκηνικό που συνθέτουν τα ράφια γεμάτα
εκατοντάδες συσκευασίες προϊόντων, το πεντανόστιμο φαγητό που καταφθάνει
με φειδώ (όχι από τσιγκουνιά, αλλά γιατί ο Ναπολέων δεν σε αφήνει να
παραγγείλεις περισσότερο από αυτό που χρειάζεσαι) και τα αυτοσχέδια
γλέντια που στήνονται εδώ αραιά και που, η ομορφιά αυτού του μέρους
είναι οι άνθρωποί του. Οι ντόπιοι-σχεδόν μυθιστορηματικοί ήρωες που
πίνουν το τσίπουρό τους ατενίζοντας με το ένα μάτι τα χιονισμένα βουνά
έξω από το παράθυρο και με το άλλο ένα ματς μπάσκετ στην τηλεόραση – η
κυρία Μόνικα στην κουζίνα και ο Ναπολέων, υπέροχος «παραμυθάς»,
καλλιεργημένος και συνειδητοποιημένος για τον τρόπο ζωής που επέλεξε και
τα αισθητικά κριτήρια που υπερασπίζεται και ο οποίος όταν ανοίξει το
στόμα του για να τραγουδήσει ηπειρώτικα και βλάχικα σκίζονται τα βουνά
στα δύο.
Ναπολέων ποια είναι η ιστορία του καφενείου; Το
καφενείο άνοιξε το 1840 από τον πρo-προπάππου μου. Δεν έχει κλείσει
ποτέ και έχουν γίνει ελάχιστες αλλαγές στο χώρο από τότε. Από το 1860 το
ανέλαβε ο προπάππους μου που είχε και 40 ζευγάρια βόδια και τα νοίκιαζε
για να οργώνουν και ταυτόχρονα έγινε και δερματέμπορος. Είχε και ένα
καραβάκι και κατέβαινε από δω με τα δέρματα και τα πήγαινε στο Αγρίνιο
για επεξεργασία. Από κει στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια ταξίδευε σε
διάφορα σημεία για να τα πουλήσει. Συνέλαβε λοιπόν την ιδέα να κάνει
καθετοποίηση παραγωγής και έστειλε τον παππού μου στην Τεργέστη για να
μάθει βυρσοδεψία και τσαγκαριλίκι ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί τα
βόδια με όλους τους τρόπους. Το καράβι μάλλον του το κλέψανε πειρατές.
Ένα από τα 16 παιδιά του, αγάπησε μια φτωχή αλλά πανέμορφη κοπέλα από
εδώ αλλά ο προπάππους ήθελε προίκα για να εγκρίνει το γάμο. Έτσι ο γιος
του, που ήξερε πού κρύβει τα χρήματά του, “έκλεψε” 300 χρυσά ναπολεόνια
και τα έδωσε στον πατέρα της φτωχής κοπέλας για να τα εμφανίσει ως
προίκα και να γίνει ο γάμος. Ο πεθερός όμως γλυκάθηκε με τα χρήματα και
δεν τα έδωσε ποτέ πίσω. Ο προπάππους μου όμως μετά την πειρατεία γύρισε
πίσω να πάρει χρήματα από την κασέλα για να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις
του αλλά δε βρήκε τίποτα και έτσι άρχισε η κατηφόρα. Οπότε όλα του τα
παιδιά σκόρπισαν σε διάφορα μέρη και έτσι ο παππούς μου αναγκάστηκε να
γυρίσει εσπευσμένα από την Τεργέστη, με επιστολή που του έστειλε η
προγιαγιά μου, για να συνεχίσει το καφενείο, γιατί όλο του τα αδέρφια
είχαν φύγει από το χωριό. Είχε προλάβει να μάθει μόνο τσαγκάρης οπότε
άνοιξε εκεί που είναι η κουζίνα τώρα το υποδηματοποιείο “Η Στερεότης”,
κράτησε και το καφενείο και έβαλε και λίγο μπακάλικο το οποίο άρχισε να
προωθεί ο πατέρας μου περισσότερο γιατί είχε κόσμο.
Και τα κατάφερε με το τσαγκάρικο;
Τότε εδώ όλοι φορούσαν τσαρούχια και δεν μπορούσε να βγάλει χρήματα και
το μόνο που κατάφερε ήταν να εκπαιδεύσει παιδιά από δω ως τσαγκάρηδες
και να φύγουν μετά για να βρουν δουλειές αλλού. Σε μηνιαίο περιοδικό των
Τζουμέρκων του 1925 έχω βρει διαφήμιση «Υποδηματοπωλείο Δημητρίου
Ζάγκλη Φθήνια-ειλικρίνεια-στερεότης, δοκιμάσατε!». Και ονόμασε το μαγαζί
στη μία πλευρά καφεπαντοπωλείο “H ειλικρίνεια” και στην άλλη το
τσαγκάρικο “H Στερεότης”. Ήταν ανοιχτό και στην κατοχή και η μπίμπτσα
(υπερυψωμένο κελάρι) έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο τότε γιατί χτίσανε την
πόρτα της και δεν φαινόταν και έτσι κρύψανε εκεί πολλές οικογένειες όλα
τους τα τιμαλφή αλλά και σιτάρι και καλαμπόκι. Ο πατέρας μου πέθανε το
1992 και το κράτησε η μάνα μου μέχρι το 1995 και στεναχωριόμασταν να το
αφήσουμε γιατί το μαγαζί αυτό έχει συνδεθεί πολύ με την οικογένεια αφού
πήγαινε από πάππου προς πάππου.
Το όνομα Ναπολέων υπήρχε στην οικογένεια;
Όχι, ο προ-προπαππούς μου ονομαζόταν Σπύρος, ο προπαππούς μου Γιώργος, ο
παππούς μου Δημήτρης και ο πατέρας μου Κώστας. Το όνομά μου ήταν να
είναι Γρηγόρης, από τον πατέρα της μητέρας μου, αλλά ο νονός ήθελε να
εντυπωσιάσει με ένα παράξενο όνομα και με είπε Ναπολέοντα. Τότε στις
βαφτίσεις υπήρχε το έθιμο να μην πηγαίνουν οι γονείς του μωρού στην
εκκλησία αλλά να τους ανακοινώνεται το όνομα από τα παιδάκια του χωριού
που ήταν στο μυστήριο, τα οποία έτρεχαν να δώσουν τα λεγόμενα
“συχαρίκια” και τους κερνούσαν οι γονείς στο άκουσμα του ονόματος
λιχουδιές ή και χρήματα. Περίμεναν λοιπόν εδώ στο καφενείο με στρωμένα
τραπέζια για να κάνουν το γλέντι της βάφτισης και όταν άκουσε το όνομα
από τα παιδάκια ο πατέρας μου έγινε φασαρία και ήθελε να φύγει από το
τραπέζι γιατί νόμιζαν ότι είναι γύφτικο όνομα. Τότε υπήρχε και ο
Ναπολέων Ζέρβας αλλά και ο Μέγας Ναπολέων είχε σχέσεις με τον Αλή Πασά,
λένε ότι του πουλούσαν κάπες οι ραφτάδες από το Συρράκο. Είχε περάσει
και ένας γύφτος από το χωριό που τον λέγανε Ναπολέων και τότε τον γύφτο
τον αποκαλούσαν Λιώνη οπότε έμεινε σε μένα το παρατσούκλι Λιώνης στο
χωριό.
Πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε εδώ από την Αθήνα και να το συνεχίσετε;
Εν μία νυκτί! Και θα γελάσετε με το πώς. Δουλεύαμε και εγώ και η
σύζυγός μου στη Unilever 25 χρόνια. Όλοι ξέρανε στην εταιρία ότι υπάρχει
ένας Ναπολέων που θέλει να φύγει να πάει στο χωριό του να ζήσει και να
κάνει διάφορα, γιατί κάθε μέρα έλεγα “Εγώ αύριο φεύγω”. Μέναμε τότε στο
Μενίδι και πήγα το παιδί στο σχολείο στην πρώτη δημοτικού την πρώτη μέρα
της χρονιάς και μετά είχαμε συνέλευση γονέων και κηδεμόνων. Και εκεί
γινόταν χάβρα Ιουδαίων, της κακομοίρας. Ρωσοπόντιοι, γύφτοι, ένας χαμός.
Καθόμουν σε μια άκρη και απορούσα τι γινόταν. Μου λένε κάποιοι που ήταν
σε ανάλογη φάση με μένα, συγγνώμη κύριε μπορείτε να προεδρεύσετε; Aν
και δεν ήξερα από τέτοια, είπα ας το κάνω γιατί με παρακάλεσαν. Με
κοιτούσαν περίεργα οι άλλοι, όσο προχωρούσε η διαδικασία κάτι γινόταν,
όσο όμως λασκάριζε γινόταν πάλι χαμός. Εγώ δεν αντιδρούσα αλλά μόνο τους
κοιτούσα γιατί φοβόμουνα. Και περιέργως όσο κρατιόμουν να μην
αντιδράσω, τόσο προχώρησε η συνέλευση και πήραμε αποφάσεις για τις
ανάγκες του σχολείου. Στο τέλος, μου ζήτησαν να μπω μόνιμος πρόεδρος
γιατί πρώτη φορά ολοκληρώθηκε η συνέλευση και πάρθηκαν αποφάσεις. Γύρισα
στο σπίτι, το συζήτησα με τη γυναίκα μου και το αποφασίσαμε. Της είπα ή
το λήγουμε τώρα το παραμύθι και πάμε ή δε θα το κάνουμε ποτέ αλλά ήταν
κάτι που και εκείνη επιθυμούσε. Ήταν κατάλληλη εποχή γιατί ο γιος μας
μόλις είχε ξεκινήσει σχολείο και έτσι αν φεύγαμε αμέσως δε θα προλάβαινε
να συνηθίσει εκεί. Το ανακοινώνω στην εταιρία την άλλη μέρα, μου λέγανε
βρε Ναπολέοντα κάτσε, μη φεύγεις αλλά η απόφαση είχε ληφθεί. 25 χρόνια
ήμουν στην Αθήνα, από το 1968 στα 18 μου που πήγα για να σπουδάσω έφυγα
43. Στην αρχή η γυναίκα μου με το παιδί μου μένανε στα Γιάννενα και εγώ
εδώ, γιατί σχολείο δεν υπήρχε. Όταν ήρθα εδώ ήμασταν 30 κάτοικοι. Στην
πορεία φτιάξαμε και έναν παραδοσιακό πέτρινο ξενώνα με 10 δωμάτια που
λειτουργεί όλο το χρόνο.
Πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς εδώ; Και από την άλλη πλευρά, τι είναι αυτό που σας ελκύει;
Σίγουρα έχει τις δυσκολίες του να ζεις σε ένα τέτοιο τόπο αλλά είναι
μεγάλη η ευχαρίστηση να ζεις κοντά στη φύση, να απολαμβάνεις την ηρεμία
που σου δίνει αυτός ο τρόπος ζωής, που είναι πολύ διαφορετικός από τη
ζωή στην πόλη και ειδικά στην Αθήνα. Εδώ έχω τον ξενώνα, το καφενείο,
έχω βάλει και κότες και γουρούνια, έχω και 4 σκυλιά, είναι εντελώς
διαφορετικά και ήρεμα. Και νιώθω ότι συνεχίζω και αυτό το μέρος με το
οποίο είμαι συνδεδεμένος πολύ. Και ξέρετε, κάποιες φορές κάνουμε και
ωραία γλέντια εδώ, αυθόρμητα. Προκύπτει κάποιος να παίζει ένα όργανο και
πιάνουμε τα τραγούδια και γλεντάμε ως το πρωί. Είναι πιο απλή η ζωή εδώ
αλλά γεμάτη. Έχουμε και τα πανηγύρια μας, όπως τη γιορτή των
κτηνοτρόφων που γίνεται στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, όπου μετά
τη λειτουργία ακολουθεί γλέντι και προσφέρεται από τους κτηνοτρόφους
του χωριού ψητό πρόβατο, γιαούρτι και φέτα.
Εσείς πώς βιώνετε την κρίση; Νιώθετε ότι όλα αυτά είναι κάπου μακριά;
Δε γίνεται να νιώσουμε ότι αυτό που συμβαίνει είναι αλλού. Καταρχάς,
παίρνουμε τα μηνύματα από τους ανθρώπους που έρχονται εδώ αλλά έχουμε
και επαφή με το τι συμβαίνει. Δεν αισθάνομαι ότι όλα αυτά είναι μακριά
γιατί μας αφορούν όλους. Όσον αφορά στην εδώ κρίση, έχουμε περιορίσει
τις τιμές μας στο φαγητό και στον ξενώνα. Θεωρώ ότι υπήρχε μια νοοτροπία
σπατάλης στον Έλληνα, κάτι που παρατήρησα και εδώ στο καφενείο, στις
παραγγελίες. Ερχόταν μια παρέα και παρήγγελνε άπειρα φαγητά και όταν
τους έλεγα ότι πήραν πολλά και να ακυρώσουν κάτι όλοι χαμογελούσαν και
έλεγαν πως δεν πειράζει. Τώρα, ο κόσμος έχει περιοριστεί γιατί δε
γίνεται αλλιώς.
Οι Καλαρρύτες στη διάρκεια της τουρκοκρατίας ήταν σε ακμή;
Πολλοί Καλαρρυτιώτες ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και στη διάρκεια
της επανάστασης υπήρχε σχέδιο να κάνουν επανάσταση το Συρράκο και οι
Καλαρρύτες για να κοπεί η δίοδος των Τούρκων από την Ήπειρο.
Επαναστάτησαν τελικά, οι Καλαρρύτες τότε είχαν πληθυσμό 5000. Η
επανάσταση όμως λόγω αργοπορίας των οπλαρχηγών δεν πέτυχε και η
αιφνιδιαστική επίθεση των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα να καεί όλο το
χωριό και να γίνει πλιάτσικο. Ό,τι βλέπουμε στο χωριό είναι χτισμένο από
το 1830 και μετά. Το χωριό ήταν πλούσιο γιατί όλοι ήταν μεγαλέμποροι
της εποχής, εμπορεύονταν μαλλιά και είδη αργυροχρυσοχοΐας, εκκλησιαστικά
σκεύη και κοσμήματα. Υπήρχαν επίσης και πολλοί ξυλογλύπτες. Στα χρόνια
της Τουρκοκρατίας παιζόταν κανονικό χρηματιστήριο, κυρίως Εβραίοι
ερχόντουσαν εδώ, και τζιράρανε τα χρήματά τους στους εμπόρους.
Εμπορεύσου το χρήμα μας λέγανε στο έμπορο και την άνοιξη που θα γυρίσεις
θα έρθουμε να πάρουμε τα κέρδη μας. Οι Καλαρρυτιώτες είχαν κύρος και
τους εμπιστεύονταν γιατί είχαν πολλές δοσοληψίες με τράπεζες και στην
Ευρώπη, δεν ήταν τυχοδιώκτες. Όλοι φύγανε όμως προς Επτάνησα, γιατί
ξέρανε πού υπήρχε το χρήμα και μοιραίως έφυγαν γιατί δεν τους ένοιαζε
πια να είναι στους Καλλαρρύτες. Όπως λέει και ο ιστορικός μόλις έπεσε το
πρώτο τουφέκι της επανάστασης, ξεκίνησε η αστυφιλία στην Ελλάδα και
γύρισαν οι μισοί πίσω.
Και όσοι έφυγαν; Προκόψανε αλλού;
Πολλοί γίνανε βιομήχανοι, βιοτέχνες, ανοίξανε διάφορες επιχειρήσεις
στην Αθήνα και στην ελεύθερη πια Ελλάδα, όπως ο Δουρούτης που έφτιαξε το
πρώτο εργοστάσιο μετάξης στην Αθήνα και έτσι η περιοχή ονομάστηκε
Μεταξουργείο. Ή ο Βούλγαρης πήγε στην Παραμυθιά και μετά στη Ζάκυνθο και
από κει στην Ιταλία και βέβαια δεν ήρθε ποτέ ξανά εδώ. Μέχρι τότε το
χωριό δεν ήταν κτηνοτροφικό αλλά μετά γέμισε με βοσκοτόπια και έτσι τα
σπίτια των εμπόρων που έφυγαν τα αγόραζαν οι κτηνοτρόφοι. Οι κάτοικοι
τώρα είναι σχεδόν 20 και υπάρχουν 210 σπίτια. Το 1971 που συμμετείχα
στην απογραφή εδώ υπήρχαν 416 σπίτια αλλά ερημώθηκαν. Σκεφτείτε ότι στην
Κασαρία Φασούλα, αρχοντικό κτίριο και παρασκευαστήριο τυριών που έχει
ερημωθεί πια, υπήρχαν 56 δωμάτια. Και το είχε μάθει ο Αλή Πασάς και είχε
έρθει εδώ να το δει για να το γκρεμίσει. Ο ιδιοκτήτης του όμως, για να
το διατηρήσει, είπε πως το έφτιαξε για τον Αλή Πασά και το ασκέρι του,
για να μένουν όλοι όταν έρχονται και να κάνουν διακοπές.
Και στον εμφύλιο; Στον εμφύλιο δεν πρόδωσε κανείς τον άλλο παρά
τις ιδεολογικές διαφορές τους. Ο παππούς μου ήταν παλικάρι με τα όλα του
μου λένε (γιατί δεν τον πρόλαβα), γιατί εδώ απέναντι ήταν η χωροφυλακή
και αν έβλεπε να συλλαμβάνουν κανέναν κομμουνιστή τους χτυπούσε. Ποτέ
όμως δεν υπήρξε διχασμός στο χωριό που είναι παράξενο αλλά ο ένας
προστάτευε τον άλλο.
Πώς ένα τόσο δύσβατο μέρος είχε αποκτήσει τόσες εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη;
Όλα γινόντουσαν με τα μουλάρια, εδώ είχαν τις οικογένειές του και
μένανε αλλά τα προϊόντα τους, πέρα από τους αργυροχρυσοχόους που είχανε
εδώ τα εργαστήριά τους, δεν τα εμπορευόντουσαν εδώ. Δηλαδή πήγαιναν με
τα μουλάρια στα Αμπελάκια, παίρνανε βαφές και μαλλιά, τα πήγαιναν στα
Γιάννενα, από κει παίρνανε υφαντά τα πηγαίνανε στη Θεσσαλονίκη, από κει
κάτι άλλο και πάει λέγοντας. Όταν ξεκίναγε την άνοιξη κάποιος από δω με
ένα μουλάρι, κατέληγε στο Βουκουρέστι με 300 μουλάρια, γυρνούσαν δηλαδή
παντού και συνεχώς αγόραζαν και μουλάρια που τα φόρτωναν εμπόρευμα, τα
οποία εν συνεχεία μπορεί και να πουλούσαν. Από το 1880 για να μπεις στην
Ελλάδα μέχρι το 1913 που έγινε η απελευθέρωση της περιοχής υπήρχε
τελωνείο, στρατώνας και καθαρτήριο, δεν περνούσες αν δε σε ήλεγχαν
οικονομικά αλλά και ιατρικά.
Στους επισκέπτες αρέσει το καφενείο; Tι αντιδράσεις υπάρχουν;
Όλων των ειδών! Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει πολύ και έρχονται και
ξανάρχονται αλλά υπάρχουν και άλλοι που δεν τους αρέσει. Για παράδειγμα
μια κυρία κάποτε μάλωσε με την παρέα της όταν ήρθε εδώ γιατί θεώρησε
απαράδεκτο να την φέρουν για φαγητό σε μπακάλικο-καφενείο. Γενικά, με
αυτή τη δουλειά έχω συναντήσει πολλών ειδών ανθρώπους και έχω δει και
απίθανες συμπεριφορές. Προσβλητικές κάποιες φορές. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι
δεν έχουν θέση εδώ και δε θέλω να τους σερβίρω, τους αποκρούω ευγενικά.
Καφενείο Άκανθος, Καλαρρύτες, Ιωάννινα, 2659061518, 6972265961