Του Σωτήρη Βανδώρου
Εάν θέλουμε να ξεχωρίσουμε έναν
παράγοντα ως τον πλέον σημαντικό σε κάτι τόσο περίπλοκο όσο ένα
εκπαιδευτικό σύστημα ποιος θα ήταν αυτός; Το πρόγραμμα σπουδών; Οι
παιδαγωγικές αρχές και μέθοδοι που εφαρμόζει; Ο γενικός προσανατολισμός
του; Όχι, λέει ο Todd Whitaker, τίποτε από αυτά. Είναι η ποιότητα του
εκπαιδευτικού. Αυτό που κάνει τη διαφορά, ισχυρίζεται ο διακεκριμένος
σχολικός διευθυντής, σύμβουλος εκπαίδευσης και συγγραφέας, είναι ο
σπουδαίος δάσκαλος. Είναι εκείνος ο οποίος μπορεί να εμπνεύσει τους
μαθητές, να τους προκαλέσει το ενδιαφέρον για τη γνώση και τελικά να
τους κάνει να μάθουν, να αναπτύξουν κριτική σκέψη και δεξιότητες, να
κοινωνικοποιηθούν, να εσωτερικεύσουν αξίες κ.ο.κ. Μπορεί να έχεις ένα
καλοσχεδιασμένο αναλυτικό πρόγραμμα. Είναι απλώς άχρηστο εάν ο δάσκαλος
δεν έχει τα προσόντα να το υποστηρίξει. Μπορεί, αντίθετα, να έχεις ένα
μέτριο αναλυτικό πρόγραμμα. Είναι ο ξεχωριστός δάσκαλος που θα καταφέρει
να το απογειώσει.
Πιθανόν ο υποδειγματικός δάσκαλος του Whittaker να αποδεικνυόταν μέτριος όσον αφορά την υποστήριξη ενός μαθητή που θέλει να πετύχει στις πανελλαδικές εξετάσεις
Στο Ο καλός δάσκαλος ο
Whittaker, απευθυνόμενος κυρίως σε δασκάλους της πρωτοβάθμιας και
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προσφέρει μια σειρά από συμβουλές για τη
βελτίωση του έργου τους τις οποίες αντλεί από την πολύχρονη εμπειρία του
από τη συναναστροφή του με δασκάλους, διευθυντές και βεβαίως μαθητές.
Πρόκειται λοιπόν για έναν αναστοχασμό της επαγγελματικής εμπειρίας του ο
οποίος διανθίζεται με άφθονα περιστατικά και παραδείγματα. Το βασικό
του μότο είναι μαθαίνουμε από τους κορυφαίους δασκάλους. Πώς το κάνουν εκείνοι διαφορετικά; Πώς το κάνουν καλύτερα από τους άλλους; Υπάρχει,
βρίσκουμε, κάποια υπερβολή σε μια τέτοια προσέγγιση. Όχι γιατί δεν
αποδεχόμαστε πως στην εκπαιδευτική πράξη είναι μείζονα η σχέση
εκπαιδευτή-εκπαιδευόμενου (ίσα-ίσα, θα υπερθεματίζαμε ότι αυτό μπορεί να
επεκταθεί σε όλες τις βαθμίδες, από το βρεφονηπιακό σταθμό μέχρι το
πανεπιστήμιο), αλλά διότι η αποκοπή της από τα συμφραζόμενα του
εκπαιδευτικού συστήματος εντός το οποίου εκδηλώνεται συνιστά μονομέρεια.
Εν τέλει ο κάθε δάσκαλος δια-μορφώνεται εντός ενός πλαισίου το οποίο
έχει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, τους καταναγκασμούς, τα όρια, τις
ευκαιρίες, συγκεκριμένο βαθμό ελευθερίας κ.ο.κ. Σκέφτομαι για παράδειγμα
ότι πιθανόν ο υποδειγματικός δάσκαλος του Whittaker να αποδεικνυόταν
μέτριος όσον αφορά την υποστήριξη ενός μαθητή που θέλει να πετύχει στις
πανελλαδικές εξετάσεις.
Ωστόσο, εάν αφήσουμε αυτές τις
επιφυλάξεις στην άκρη και θεωρήσουμε ότι η προσέγγιση του συγγραφέα
συνιστά μια μεθοδολογική επιλογή, δηλαδή ότι κάνει αφαίρεση από τους
υπόλοιπους παράγοντες (τους οποίους άρρητα εκλαμβάνει ως δεδομένους ή εν
πάση περιπτώσει γνωστούς στο αναγνωστικό κοινό στο οποίο πρωτίστως
απευθύνεται, δηλαδή στους αμερικανούς δασκάλους), προκειμένου να
επικεντρωθεί ευκρινώς κι απερίσπαστα στο θέμα του, τότε δεν θα έχουμε
πρόβλημα να παραδεχθούμε ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο με
κάποιες, μάλιστα, συναρπαστικές σελίδες. Σίγουρο είναι τούτο: διαβάζεται
απνευστί, χάρις στο συγγραφικό ταλέντο του δημιουργού του και μολονότι
κάποια από τα γραφόμενα είναι αναμενόμενα, παρουσιάζονται εντασσόμενα
δημιουργικά σε μια συνεκτική όσο και πολυσχιδή παιδαγωγική αντίληψη και
κυρίως πρακτική.
Επιδέξιος παιδαγωγός
Εδώ δεν θα παρουσιάσουμε σημείο προς
σημείο τα χαρακτηριστικά του σπουδαίου δασκάλου. Πρέπει όμως να τονιστεί
ότι ο Whittaker δίνει μεγάλη έμφαση, και το κάνει πειστικά, στη σημασία
της συμπεριφοράς και στάσης του δασκάλου απέναντι στους μαθητές: πώς
θέτει και τηρεί τους κανόνες, πώς αντιμετωπίζει προβληματικές
αντιδράσεις μαθητών, πώς εμπνέει σεβασμό, πως οικοδομεί μια σχέση
εμπιστοσύνης, πώς ενθαρρύνει κι επιβραβεύει, αλλά και πώς επιπλήττει και
τιμωρεί όταν χρειάζεται κ.ο.κ. Ο καλός δάσκαλος είναι πριν απ’ όλα ένας
επιδέξιος παιδαγωγός, άριστος γνώστης της εύθραυστης παιδικής
ψυχολογίας. Είναι οπλισμένος με υπομονή κι αυτοπειθαρχία, γνωρίζει να
αποφεύγει τις κακοτοπιές και δεν ξεχνά ποτέ ότι το επίκεντρο είναι πάντα
ο μαθητής κι όχι ο ίδιος. Αλλά ως προς τον εαυτό του είναι πάντα
απαιτητικός κι ο αυστηρότερος κριτής.
Μπορεί ένας όχι και τόσο καλός δάσκαλος διαβάζοντας το βιβλίο να βελτιωθεί ουσιωδώς;
Ένα ερώτημα, πάντως, που μπορεί κανείς
να θέσει είναι το εξής απλό: Μπορεί ένας όχι και τόσο καλός δάσκαλος
διαβάζοντας το βιβλίο να βελτιωθεί ουσιωδώς; Eπειδή θα μάθει, ας πούμε,
κάποια πράγματα που κάνει λάθος, άραγε θα μπορεί ή θα επιθυμεί να τα
διορθώσει; Υπάρχουν αμέσως-αμέσως ορισμένα στοιχεία που αφορούν την
ψυχική προδιάθεση κι αντοχή των δασκάλων –μην το ξεχνάμε: πρόκειται για
ένα πολύ απαιτητικό επάγγελμα– που ποικίλλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ας
πούμε, αναφέρει ο συγγραφέας τη μαρτυρία μιας αναγνωριζόμενης ως
κορυφαίας δασκάλας της 6ης Δημοτικού που εξακολουθούσε στο τέλος της
καριέρας της να μεταφέρει στην αίθουσα το ίδιο πάθος που είχε ανέκαθεν:
«Στην τάξη αυτή βρίσκομαι για τριάντα οκτώ χρόνια, τα παιδάκια αυτά όμως
έρχονται για πρώτη φορά». Μια κουβέντα είναι, πόσοι όμως μπορούν να την
κάνουν πράξη; Από την άλλη, υπάρχουν αρκετές χρήσιμες συστάσεις που
μπορούν πράγματι να αξιοποιηθούν από δασκάλους που αναγνωρίζουν κάποια
ανεπάρκειά τους ή εν πάση περιπτώσει διακατέχονται από την αγωνία
διαρκούς βελτίωσής τους. Αλλά και πολλούς γονείς θα ωφελήσει το βιβλίο,
ιδίως όσους αναλαμβάνουν το ρόλο του «δασκάλου στο σπίτι» και που,
αυτοσχεδιάζοντας, καταλήγουν ενίοτε να δημιουργούν σύγχυση στα τέκνα
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου