Του Γρηγόρη Λαζαράκου, Δικηγόρου, Διδάκτορος Νομικής
Το ζήτημα της διαθεσιμότητας των εκπαιδευτικών της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης – στην οποία περιήλθαν μετά την έκδοση της πρόσφατης διαπιστωτικής πράξης του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων της 31.7.2013 και την κατάργηση 50 εκ των 110 ειδικοτήτων (ποσοστό 45,54%) προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ) εκπαιδευτικών της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης – έδωσε αφορμή για πολλές και ποικίλες συζητήσεις. Και όπως ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο, οι συζητήσεις αυτές έγιναν, τουλάχιστον κατά βάση, σε πολιτικό επίπεδο. Έτσι για μια ακόμη φορά, η Παιδεία βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της πολιτικής αντιπαράθεσης ∙ αντιπαράθεσης που, κατά πολλούς, αναλίσκεται και εδώ στην εξυπηρέτηση περισσότερο συγκυριακών σκοπιμοτήτων παρά αρχών.
Ο ν. 4172/2013 (άρθρο 82) δεν επέφερε απλώς ουσιώδη μεταβολή στο ζωή και το εργασιακό μέλλον ενός ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού (2.122) δημοσίων εκπαιδευτικών. Ο νόμος αυτός δημιούργησε ένα μοναδικό για την Ελλάδα και μείζον σε σημασία προηγούμενο ως προς τη μεδοθοδολογία αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Τομέα, του οποίου η νομιμότητα και, κυρίως, η συνταγματικότητα οφείλουν να ελεγχθούν και να κριθούν και από το νομικό κόσμο. Όσο προφανές είναι, όμως, ότι το μέλλον του Τόπου εξαρτάται, κατά μεγάλο μέρος, από την ουσιαστική και θαρραλέα μεταρρύθμιση της διοικητικής μηχανής, άλλο τόσο προφανές είναι ότι θα πρέπει να αποφευχθεί στο μέλλον η γενικευμένη εφαρμογή των μέσων εκείνων (νομοθετικών και κανονιστικών), που κρίνονται ασύμβατα προς θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εκπαιδευτικών. Ειδικότερα:
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι μόνιμοι τακτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου διαδραματίζουν τον κεντρικό ρόλο στην οργανωτική δομή της δημόσιας διοίκησης. Σ’ αυτούς ανατίθεται η εκπλήρωση της κύριας αποστολής κάθε δημόσιας υπηρεσίας ή ν.π.δ.δ. Κάθε («οργανική») υπαλληλική θέση εντάσσεται οργανικά στην αντίστοιχη υπηρεσία και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με συγκεκριμένο διοικητικό έργο.
Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, επί της αρχής, να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, η ελευθερία του όμως αυτή οριοθετείται από την αρχή της δικαιολογημένης κατάργησης των θέσεων και της εξυπηρέτησης της ομαλής και συνεχούς λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Η απόφαση για κατάργηση (όπως και για σύσταση) οργανικής θέσης οφείλει να στηρίζεται σε ορθολογική εκτίμηση των αναγκών του Δημοσίου, σύμφωνα με μεθοδολογικά πρόσφορες και ακριβείς μελέτες, όπως, άλλωστε, έχει δεχθεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε σχετικά πρακτικά επεξεργασίας προεδρικών διαταγμάτων.
Πέραν τούτου, το Σύνταγμα, στο άρθρο 103 § 4, προστατεύει και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και κατοχυρώνει το σύστημα της λεγόμενης «ουδέτερης Διοίκησης». Σκοπός της συνταγματικής κατοχύρωση της υπαλληλικής μονιμότητας ήταν πρωτίστως η αντιμετώπιση του φαινομένου του άκρατου κομματικού νεποτισμού και της δυνατότητας μαζικών απολύσεων σε κάθε περίπτωση αλλαγής Κυβέρνησης με διαφορετική πολιτική κατεύθυνση ή και νοοτροπία.
ΙΙ. Ενόψει των ανωτέρω, παρατηρούνται τα εξής:
1) Με το άρθρο 82 του ν. 4172/2013 καταργήθηκαν 50 από τις 110 ειδικότητες του προσωπικού της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης (με ταυτόχρονη κατάργηση των αντίστοιχων 2.122 οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών), χωρίς να έχει προηγουμένως καταργηθεί η αρμοδιότητα των ΕΠΑ.Λ. και ΕΠΑ.Σ. προς παροχή εκπαίδευσης στους μαθητές επί των καταργηθεισών ειδικοτήτων.
2) Πέραν τούτου, η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 5 του ν. 4172/2013 καταμαρτυρεί ότι κατ’ ελάχιστον για το έτος 2013-2014 (και με την πρόθεση μεταβατικής περιόδου) το Δημόσιο διατηρεί την αρμοδιότητα του προς παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης στις καταργηθείσες ειδικότητες μέσω των ΕΠΑ.Σ. και ΕΠΑ.Λ. αντικαθιστώντας απλά τους εκπαιδευτικούς σε καθεστώς δημοσίου δικαίου με ωρομισθίους εκπαιδευτικούς. Κατά τούτο, η κατάργηση των οργανικών θέσεων παραβιάζει τον συνταγματικώς θεμελιωμένο στο άρθρο 103 § 2 κανόνα της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης από τακτικούς, μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
3) Ενόψει μιας τέτοιου βεληνεκούς μεταρρύθμισης στην κατάστρωση του χάρτη της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δεδομένου και του ελλείμματος που παρουσιάζει η Χώρα σε εργασιακό δυναμικό μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εντυπωσιάζει η απουσία οιασδήποτε αναφοράς σε πραγματικά (αξιολογικά ή ποσοτικά) στοιχεία, πορίσματα μελέτης της υφιστάμενης κατάστασης και των επιπτώσεων της επιλεγείσας λύσης, από τα οποία να εκπορεύεται η αναλογικότητά της σε σχέση με τους στόχους, που έχουν τεθεί για την αναδιάρθρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
ΙΙΙ. Στην πραγματικότητα ο μοναδικός λόγος κατάργησης των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών ήταν η τήρηση των δεσμεύσεων , που έχει αναλάβει η Κυβέρνηση έναντι των πιστωτών της Χώρας, ιδίως δε των σχετικών με τη μείωση των παγίων δαπανών του Δημοσίου Τομέα, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, καθώς και στο Μνημόνιο Συνεννόησης (όπου γινέται ρητή αναφορά στην υποχρέωση της Χώρας μας να θέσει 25.000 υπαλλήλους του Δημοσίου σε καθεστώς διαθεσιμότητας έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2013).
Σε καμία περίπτωση όμως δεν επιτρέπεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις επικαλούμενος – αμέσως ή εμμέσως – μόνον το προβαλλόμενο ως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον της οικονομικής εξυγίανσης μέσω της μείωσης των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου.
Κλείνοντας τον σύντομο και, μοιραία, ελλειπτικό σχολιασμό της νομοθετικής ρύθμισης για τη διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών, ας μου επιτραπεί να βγάλω, με αφορμή το περιεχόμενό της, ένα τελικό συμπέρασμα: Η «μεταρρύθμιση» της Δημόσιας Διοίκησης και, ακολούθως, η «αναβάθμιση» της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν εξυπηρετείται από αυθαίρετες μεταβολές στη διοικητική δομή ούτε και από προσχηματικές και άσχετες με τις οργανωτικές ανάγκες της διοίκησης, καταργήσεις οργανικών θέσεων δημοσίων υπαλλήλων.
Το ζήτημα της διαθεσιμότητας των εκπαιδευτικών της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης – στην οποία περιήλθαν μετά την έκδοση της πρόσφατης διαπιστωτικής πράξης του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων της 31.7.2013 και την κατάργηση 50 εκ των 110 ειδικοτήτων (ποσοστό 45,54%) προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ) εκπαιδευτικών της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης – έδωσε αφορμή για πολλές και ποικίλες συζητήσεις. Και όπως ήταν, άλλωστε, αναμενόμενο, οι συζητήσεις αυτές έγιναν, τουλάχιστον κατά βάση, σε πολιτικό επίπεδο. Έτσι για μια ακόμη φορά, η Παιδεία βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της πολιτικής αντιπαράθεσης ∙ αντιπαράθεσης που, κατά πολλούς, αναλίσκεται και εδώ στην εξυπηρέτηση περισσότερο συγκυριακών σκοπιμοτήτων παρά αρχών.
Ο ν. 4172/2013 (άρθρο 82) δεν επέφερε απλώς ουσιώδη μεταβολή στο ζωή και το εργασιακό μέλλον ενός ασυνήθιστα μεγάλου αριθμού (2.122) δημοσίων εκπαιδευτικών. Ο νόμος αυτός δημιούργησε ένα μοναδικό για την Ελλάδα και μείζον σε σημασία προηγούμενο ως προς τη μεδοθοδολογία αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Τομέα, του οποίου η νομιμότητα και, κυρίως, η συνταγματικότητα οφείλουν να ελεγχθούν και να κριθούν και από το νομικό κόσμο. Όσο προφανές είναι, όμως, ότι το μέλλον του Τόπου εξαρτάται, κατά μεγάλο μέρος, από την ουσιαστική και θαρραλέα μεταρρύθμιση της διοικητικής μηχανής, άλλο τόσο προφανές είναι ότι θα πρέπει να αποφευχθεί στο μέλλον η γενικευμένη εφαρμογή των μέσων εκείνων (νομοθετικών και κανονιστικών), που κρίνονται ασύμβατα προς θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εκπαιδευτικών. Ειδικότερα:
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι μόνιμοι τακτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου διαδραματίζουν τον κεντρικό ρόλο στην οργανωτική δομή της δημόσιας διοίκησης. Σ’ αυτούς ανατίθεται η εκπλήρωση της κύριας αποστολής κάθε δημόσιας υπηρεσίας ή ν.π.δ.δ. Κάθε («οργανική») υπαλληλική θέση εντάσσεται οργανικά στην αντίστοιχη υπηρεσία και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με συγκεκριμένο διοικητικό έργο.
Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, επί της αρχής, να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, η ελευθερία του όμως αυτή οριοθετείται από την αρχή της δικαιολογημένης κατάργησης των θέσεων και της εξυπηρέτησης της ομαλής και συνεχούς λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών. Η απόφαση για κατάργηση (όπως και για σύσταση) οργανικής θέσης οφείλει να στηρίζεται σε ορθολογική εκτίμηση των αναγκών του Δημοσίου, σύμφωνα με μεθοδολογικά πρόσφορες και ακριβείς μελέτες, όπως, άλλωστε, έχει δεχθεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας σε σχετικά πρακτικά επεξεργασίας προεδρικών διαταγμάτων.
Πέραν τούτου, το Σύνταγμα, στο άρθρο 103 § 4, προστατεύει και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και κατοχυρώνει το σύστημα της λεγόμενης «ουδέτερης Διοίκησης». Σκοπός της συνταγματικής κατοχύρωση της υπαλληλικής μονιμότητας ήταν πρωτίστως η αντιμετώπιση του φαινομένου του άκρατου κομματικού νεποτισμού και της δυνατότητας μαζικών απολύσεων σε κάθε περίπτωση αλλαγής Κυβέρνησης με διαφορετική πολιτική κατεύθυνση ή και νοοτροπία.
ΙΙ. Ενόψει των ανωτέρω, παρατηρούνται τα εξής:
1) Με το άρθρο 82 του ν. 4172/2013 καταργήθηκαν 50 από τις 110 ειδικότητες του προσωπικού της Β/θμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης (με ταυτόχρονη κατάργηση των αντίστοιχων 2.122 οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών), χωρίς να έχει προηγουμένως καταργηθεί η αρμοδιότητα των ΕΠΑ.Λ. και ΕΠΑ.Σ. προς παροχή εκπαίδευσης στους μαθητές επί των καταργηθεισών ειδικοτήτων.
2) Πέραν τούτου, η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 5 του ν. 4172/2013 καταμαρτυρεί ότι κατ’ ελάχιστον για το έτος 2013-2014 (και με την πρόθεση μεταβατικής περιόδου) το Δημόσιο διατηρεί την αρμοδιότητα του προς παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης στις καταργηθείσες ειδικότητες μέσω των ΕΠΑ.Σ. και ΕΠΑ.Λ. αντικαθιστώντας απλά τους εκπαιδευτικούς σε καθεστώς δημοσίου δικαίου με ωρομισθίους εκπαιδευτικούς. Κατά τούτο, η κατάργηση των οργανικών θέσεων παραβιάζει τον συνταγματικώς θεμελιωμένο στο άρθρο 103 § 2 κανόνα της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης από τακτικούς, μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους.
3) Ενόψει μιας τέτοιου βεληνεκούς μεταρρύθμισης στην κατάστρωση του χάρτη της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δεδομένου και του ελλείμματος που παρουσιάζει η Χώρα σε εργασιακό δυναμικό μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, εντυπωσιάζει η απουσία οιασδήποτε αναφοράς σε πραγματικά (αξιολογικά ή ποσοτικά) στοιχεία, πορίσματα μελέτης της υφιστάμενης κατάστασης και των επιπτώσεων της επιλεγείσας λύσης, από τα οποία να εκπορεύεται η αναλογικότητά της σε σχέση με τους στόχους, που έχουν τεθεί για την αναδιάρθρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
ΙΙΙ. Στην πραγματικότητα ο μοναδικός λόγος κατάργησης των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών ήταν η τήρηση των δεσμεύσεων , που έχει αναλάβει η Κυβέρνηση έναντι των πιστωτών της Χώρας, ιδίως δε των σχετικών με τη μείωση των παγίων δαπανών του Δημοσίου Τομέα, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, καθώς και στο Μνημόνιο Συνεννόησης (όπου γινέται ρητή αναφορά στην υποχρέωση της Χώρας μας να θέσει 25.000 υπαλλήλους του Δημοσίου σε καθεστώς διαθεσιμότητας έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2013).
Σε καμία περίπτωση όμως δεν επιτρέπεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις επικαλούμενος – αμέσως ή εμμέσως – μόνον το προβαλλόμενο ως υπέρτερο δημόσιο συμφέρον της οικονομικής εξυγίανσης μέσω της μείωσης των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου.
Κλείνοντας τον σύντομο και, μοιραία, ελλειπτικό σχολιασμό της νομοθετικής ρύθμισης για τη διαθεσιμότητα των εκπαιδευτικών, ας μου επιτραπεί να βγάλω, με αφορμή το περιεχόμενό της, ένα τελικό συμπέρασμα: Η «μεταρρύθμιση» της Δημόσιας Διοίκησης και, ακολούθως, η «αναβάθμιση» της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν εξυπηρετείται από αυθαίρετες μεταβολές στη διοικητική δομή ούτε και από προσχηματικές και άσχετες με τις οργανωτικές ανάγκες της διοίκησης, καταργήσεις οργανικών θέσεων δημοσίων υπαλλήλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου