«Μωρέ, μην είσαι παλαβός, μην
ανακατεύεσαι στις ρωμαίικες δουλειές, παλιά κατάρα είναι αυτή, από Θεού.
Άκου τι μου έλεγε ο μακαρίτης ο παππούς μου, να καταλάβεις.
Όλα τα “καμε καλά ο Αλλάχ, μου “λεγε,
όλα, μα μια μέρα βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά και έπλασε
τον Ρωμιό, μα ευτύς ως τον είδε, το μετάνιωσε, είχε ένα μάτι ο
αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι…
Τι να γίνει τώρα», μουρμούρισε ο Αλλάχ, «την έπαθα, ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει τον Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.»
Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σε ένα ταψί τον Τούρκο και τον Ρωμιό να παλέψουν.
Πάλευαν, πάλευαν από το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλον, μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος
«Ο διάολος να με πάρει», μουρμούρισε ο Αλλάχ, «την έπαθα πάλι, τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι…Τι να κάμω;».
Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του:
«Βρήκα! βρήκα!» φώναξε, έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιασε έναν άλλον Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν.
Άρχισε το πάλεμα, τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά και ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές και ο άλλος, μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά και ο άλλος…
Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν…
Και ακόμα παλεύουν!
Και έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του..»
Τι να γίνει τώρα», μουρμούρισε ο Αλλάχ, «την έπαθα, ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει τον Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.»
Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σε ένα ταψί τον Τούρκο και τον Ρωμιό να παλέψουν.
Πάλευαν, πάλευαν από το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλον, μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος
«Ο διάολος να με πάρει», μουρμούρισε ο Αλλάχ, «την έπαθα πάλι, τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι…Τι να κάμω;».
Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του:
«Βρήκα! βρήκα!» φώναξε, έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιασε έναν άλλον Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν.
Άρχισε το πάλεμα, τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά και ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές και ο άλλος, μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά και ο άλλος…
Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν…
Και ακόμα παλεύουν!
Και έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του..»
Νίκος Καζαντζάκης: «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ» (Απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου